Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το 10o τεύχος του περιοδικού μας.
(Η διανομή στην επαρχία θα αργήσει λίγες μέρες ακόμη).
Editorial (Περί του φαινομένου Τραμπ – Το έθνος-κράτος στον σημερινό κόσμο – Η νεοτεχνολογία και το νεοαριστοκρατικό κοινωνικό καθεστώς που γεννά) · Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία Ενάντια στην αριστο-κρατία: Σημειώσεις για το νέο κυρίαρχο αφήγημα · Κρίστοφερ Λας: Χίλαρι Κλίντον, η σωτήρας των παιδιών: Γιατί οι αξίες που πρεσβεύει δε θα βοηθήσουν την οικογένεια · Τόμας Φρανκ: Οι χίπστερ κι οι τραπεζίτες θα πρέπει να είναι φίλοι: Η θεωρία της προοδευτικής τάξης · Νίκος Ν. Μάλλιαρης Εισαγωγή στον Χιπστερισμό: Μια ανθρωπολογική προοπτική των πρόσφατων μετασχηματισμών των δυτικών κοινωνιών (γ´μέρος) · Δημήτρης Μαρκόπουλος Η νεοτεχνολογία και οι προεκτάσεις της · Κρίστιν Ρόουζεν To smarm και η ζημιά που προκαλεί: Ένα σχόλιο πάνω στον σύγχρονο τρόπο ζωής · Ντανιέλ Μοτέ: Μια σύντομη ιστορία του ελεύθερου χρόνου · Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Σοφία Ζήση: Σημειώσεις πάνω στην κοσμικότητα (laïcité) · Βιβλιοκριτικές: Τζορτζ Όργουελ: ένας συντηρητικός αναρχικός απέναντι στον «εθνικισμό» των διανοούμενων
Σημεία πώλησης:
Αθήνα
-Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο (Θεμιστοκλέους 37, Εξάρχεια)
-Βιβλιοπωλείο Ναυτίλος (Χαριλάου Τρικούπη 28)
-Βιβλιοπωλείο Πολιτεία (Ασκληπιού 3)
-Εκδόσεις των Συναδέλφων (Καλλιδρομίου 30, Εξάρχεια)
-Βιβλιοπωλείο Αλφειός (Χαριλάου Τρικούπη 22)
-Ελεύθερος Τύπος (Βαλτετσίου 53 Εξάρχεια)
Θεσσαλονίκη
-Βιβλιοπωλείο Κεντρί (Δημητρίου Γούναρη 22)
-Βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες (Αλεξάνδρου Σβώλου 28)
-Κοινωνικός χώρος Μικρόπολις (Βενιζέλου και Βασιλέως Ηρακλείου 18)
-Βιβλιοπωλείο Σαιξπηρικόν (Εθνικής Αμύνης 14)
Λάρισα
-Βιβλιοπωλείο Γνώση, Άνθιμου Γαζή 21Β
Τρίκαλα
-Βιβλιοπωλείο Κηρήθρες, Ασκληπιού 34
Καβάλα
-Βιβλιοπωλείο Εκλογή, Ομονοίας 133
Γιάννενα
-Βιβλιοπωλείο Αναγνώστης, Πυρσινέλλα 11
Κέρκυρα
-Βιβιοπωλείο Πλους, Νικηφόρους Θεοτόκη 91
-Βιβλιοπωλείο Απόστροφος, Κοτάρδου Θεμιστοκλέους 41
Ηράκλειο
-Βιβλιοπωλείο Φωτόδεντρο, Κοραή 21
Ρέθυμνο
-Χαλικούτι, Κατεχάκη 3 πεζόδρομος Φορτέτζα
* Υπάρχει και η δυνατότητα αποστολής του περιοδικού με αντικαταβολή. Για παραγγελίες: protagma@yahoo.gr
Διαβάζοντας το κείμενο του Νίκου για το χιπστερισμό στο καινούριο τεύχος και συγκεκριμένα στο σημείο όπου αναφέρεται στη λογοκρισία εντός των αμερικανικών πανεπιστημίων στο όνομα του σεβασμού της πολιτιστικής διαφοράς και των καταπιεζόμενων ομάδων, θυμήθηκα μια αντίστοιχη περίπτωση που δεν αφορά τα πανεπιστήμια, αφορά όμως την Αμερική.
Συγκεκριμένα, όσοι διαβάζουν ή διάβαζαν κόμιξ με τις πάπιες του Ντίσνεϋ ίσως θυμούνται την κλασσική ιστορία του Καρλ Μπαρκς με τον τίτλο «Η χώρα των Πυγμαίων Ινδιάνων» (Land of the Pygmy Indians) του 1957, η οποία είχε δημοσιευτεί σ’ ένα από τα πρώτα τεύχη του ελληνικού περιοδικού «Κόμιξ», στο νο. 14, αν θυμάμαι καλά. Ο Ντον Ρόσα, που, για όσους δεν τον γνωρίζουν, είναι ένας νεώτερος δημοφιλής δημιουργός με δικό του προσωπικό στυλ και θαυμαστής του Μπαρκς, είχε γράψει το 1991 μια συνέχεια αυτής της ιστορίας με τίτλο «War of the Wendigo». Γενικά ο Ρόσα έχει γράψει πολλές συνέχειες κλασσικών ιστοριών του Μπαρκς. Αλλά η συγκεκριμένη συνέχεια έμελλε να έχει κακή τύχη καθώς λογοκρίθηκε, για την ακρίβεια απαγορεύτηκε από τη Ντίσνεϋ και δε δημοσιεύτηκε ποτέ στην Αμερική. Ο λόγος ήταν ότι ο Ρόσα είχε σχεδιάσει τους Πυγμαίους Ινδιάνους να μοιάζουν ο ένας με τον άλλον και αυτό θεωρήθηκε προσβλητικό και στερεοτυπικό. Περιττό να τονιστεί ότι προφανώς και ο Μπαρκς είχε σχεδιάσει ακριβώς έτσι όλους τους Ινδιάνους στη δική του παλιά ιστορία, αλλά τότε ήταν 1957, όχι 1991 και η τάση που περιγράφεται στο άρθρο του Νίκου δεν ήταν κυρίαρχη. Ευτυχώς η ιστορία έτυχε δημοσίευσης στη Δανία και στη Γερμανία, ενώ αν δεν κάνω λάθος δημοσιεύτηκε πρόσφατα και στην Ελλάδα.
Εδώ υπάρχει επίσης και η άποψη του δημιουργού για το θέμα.
http://www.duckhunt.de/censorship/d91192_c.html
Αναφέρει ότι σκέφτεται να προτείνει στην εταιρία να ξανασχεδιάσει ο ίδιος όλους τους ινδιάνους από την αρχή, αλλά, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, συμπεραίνω ότι η πρότασή του δεν έγινε δεκτή.
Φοβερή η ιστορία του Μπαρκς με τους Πυγμαίους! Η κατάσταση στις ΗΠΑ πρέπει να είναι τραγική αν έχουμε φτάσει να λογοκρίνουμε ακόμη και τον Θείο Σκρουτζ. Στα πανεπιστήμια πλέον γίνονται κανονικά λαϊκά δικαστήρια:
Κι εδώ ένα σάιτ καθηγητών που υπερασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης εντός των παν/μίων:
http://heterodoxacad.wpengine.com/2017/05/27/this-weeks-witch-hunt/
παιδιά,
οκ, το κουράσατε. μπορώ πλέον να το πω με το χέρι στην καρδιά. ήδη από τα προηγούμενα τεύχη υπήρχε χοντρό ζήτημα.
συναγωνίζεστε επάξια όλα «τα καλά παιδιά» στην πλήρη απαξίωση των 60ς. είπαμε να κάνουμε εποικοδομητική κριτική στο χιπστερισμό και στο νέο πνεύμα του καπιταλισμού, αλλά εσείς γίνατε συντηρητικότεροι των συντηρητικών. το απογειώσατε. πύραυλοι. κάποιος θα μπορούσε ίσως να πει ότι κάνετε το ακριβώς αντίστροφο απ’ αυτό που προτάσσετε: μίσος για τη δημοκρατία.
εξάλλου, όλη αυτή η κοινωνιολογία περί προοδευτικής τάξης κλπ απέχει κάπως από την πραγματικότητα, ιδιαίτερα την ελληνική. καπέλο τον φορέσατε τον επιστημονικό ιδεότυπο.
και ουφ, έλεος, πολύ μονοκόμματοι στην κριτική σας στο εγχώριο κίνημα. μη λυσσάτε έτσι βρε παιδιά.
ένας σταθερός αναγνώστης σας
Μήπως είσαι λιγάκι υπερβολικός; Μας αποκαλείς «συντηρητικότερους των συντηρητικών». Είδες πουθενά, π.χ., να υπερασπιζόμαστε παραδοσιακούς θεσμούς όπως η Εκκλησία ή ο Στρατός; Αν εμείς είμαστε «συντηρητικότεροι των συντηρητικών», τότε ο Παπαθεμελής τι είναι, ναζί; Αν ακόμη κι εσύ, που είσαι καλόπιστος στην κριτική σου (διότι συνήθως τη σχετική κριτική μας την κάνουν με μορφή μπινελικίων: «λέτε τα ίδια με τη Χρυσή Αυγή», «ντροπή σας», «σας ψάχνουμε» κ.λπ.), δείχνεις τις ίδιες τάσεις να υπερβάλλεις ως προς την κριτική σου σε όσους έχουν μια έστω –ας το δεχτούμε για την οικονομία της κουβέντας- υπερβολικά αρνητική ή απορριπτική στάση απέναντι στα 60’s, τότε το πρόβλημα γίνεται εμφανές: η δημοκρατική πολιτική, από το ’60 και μετά, δεν γίνεται πλέον αντιληπτή με όρους ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά με όρους «συντηρητισμού» και «ριζοσπαστισμού», με όρους «πατριαρχίας» και «αντιρατσισμού». Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της κριτικής μας στην πολιτική κληρονομιά των κινημάτων της εποχής. Δε θεωρούμε, δα, πως είναι και τόσο υπερβολική!
Εμείς δε ζητούμε την επιστροφή σε προνεωτερικές αξίες και θεσμούς, όπως κάνουν –ή θα έπρεπε, εν πάση περιπτώση, να κάνουν- οι συντηρητικοί κι οι νεοσυντηρητικοί. Αντίθετα, προσπαθούμε να έχουμε μια κριτική αντίληψη της νεωτερικότητας και δη της λογικής της Προόδου, η οποία περιστέλλει τον Διαφωτισμό και τη χειραφετητική πολιτική σε έναν ανελέητο αγώνα ενάντια σε οποιαδήποτε κοινωνική μορφή παραδοσιακού τύπου μόνο και μόνο επειδή είναι παραδοσιακή. Ε, αυτή η τάση απογειώθηκε σε βαθμό εντελώς αποπροσανατολιστικό μετά το ’60, μιας και απορρίφθηκε πλέον ακόμη και ο αστικός πολιτισμός ο οποίος, μέχρι τότε, ήταν ο φορέας της τεχνοκρατικής εξύμνησης της Προόδου. Φρονούμε, λοιπόν, ότι δε γίνεται να κάνει κανείς –όπως σωστά το θέτεις- «εποικοδομητική κριτική στον χιπστερισμό και στο νέο πνεύμα του καπιταλισμού» αν δεν κάνει μια κριτική αποτίμηση της περιόδου κατά την οποία αναδύονται αυτοί οι δυο! Και το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για την κριτική της σύγχρονης τεχνικής.
Κατά τα άλλα έχεις απόλυτο δίκιο πως η κοινωνιολογία περί προοδευτικής τάξης δεν εφαρμόζεται πλήρως στο νεοελληνικό παράδειγμα. Ποτέ δεν υπονοήσαμε κάτι τέτοιο, άλλωστε, καθώς πάντα θέτουμε την Ελλάδα είτε εκτός Δύσης είτε στα όριά της (σε αντίθεση με την πλειονότητα των σημερινών αριστερών και του Χώρου, οι οποίοι σταθερά χαρακτηρίζουν την Ελλάδα ως «καπιταλιστική», «πρωτοκοσμική», «λευκή» κ.ο.κ.). Μάλιστα στο τρέχον Εντιτόριαλ, στο σημείο όπου αναφερόμαστε στην ολοένα και μεγαλύτερη πολιτιστική κυριαρχία του χιπστερικού ύφους και ήθους στην Ελλάδα, τονίζουμε πως αυτή η εξέλιξη δε μεταφράζεται και σε κυριαρχία αυτών των στρωμάτων σε οικονομικό επίπεδο, καθώς εκεί παραμένουν ισχυρές οι παραδοσιακού τύπου ολιγαρχίες. Το ίδιο λέμε και στο τέλος του κειμένου μας περί «Αξιοκρατίας», όπου εξετάζουμε, μάλιστα, τον τρόπο με τον οποίο οι δικές μας, «κατσαπλιάδικες» ολιγαρχίες εγκολπώνονται το αξιοκρατικό αφήγημα δυτικού τύπου. Κατά τα άλλα, η εγγραφή αυτών των δυτικοφερμένων τάσεων –που εντείνονται όλο και περισσότερο μέσω της μαζικής, πλέον, μετανάστευσης μεσαίων στρωμάτων έξω- στη, σε μεγάλο βαθμό, παραδοσιακή νεοελληνική κοινωνία αποτελεί ένα εξαιρετικό ζήτημα προς ανάλυση, που ευελπιστούμε να πιάσουμε λεπτομερέστερα κάποια στιγμή.
Τέλος –και πρόκειται για ειλικρινές κι όχι ρητορικού τύπου ερώτημα-, γιατί θεωρείς την κριτική μας στο εγχώριο κίνημα «μονοκόμματη»; Τι θεωρείς πως παραβλέπουμε ή αποσιωπούμε;
Συμφωνώ με τον Νικόλα. Εξάλλου σε συζήτηση που είχα με τα παιδιά του Προτάγματος κάτω από παλαιότερο άρθρο περίπου για τα ίδια ζητήματα δεν αρνούνταν τον όρο συντηρητικός, ο Μιχάλης Θεοδοσιάδης μάλιστα υπερασπίστηκε τον όρο, με πολύ προβληματικά επιχειρήματα. Επίσης όντως, η κριτική στο εγχώριο, αλλά όχι μόνο, κίνημα είναι μονοκόμματη και αρτηριοσκληρωτική. Δεν είναι εποικοδομητική, είναι μεροληπτικά απαξιωτική, δείχνει εμπάθεια, συνολική αφοριστική διάθεση και γίνεται σαφέστατα από τα έξω. Τα λέω αυτά όχι προς υπεράσπιση της υπάρχουσας κατάστασης αλλά επειδή θεωρώ ότι η κριτική πρέπει να ασκηθεί, το επιτάσσουν οι καιροί και δυστυχώς η κριτική του Προτάγματος είναι άστοχη.
Δεν καταλαβαίνω γιατί το ότι μια κριτική γίνεται «από τα έξω» ή είναι απαξιωτική/αφοριστική είναι αρνητικό. Το «κίνημα» έχει δομικές, θεμελιώδεις παθογένειες (και όχι κάποια παράπλευρα αρνητικά στοιχεία), που μάλλλον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δε χωράει πια γιατριά. Θα κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας? Και για ποιο «από τα έξω» μιλάμε τελικά? Αν ανήκουμε σε φορείς, τάσεις του Χώρου ή όχι? Αν έχουμε κινηματόσημα, προσαγωγόσημα, αλληλεγγυόσημα ή φορτοξυλώσημα? Είναι τρόπος σκέψης αυτός? Δηλαδή, όταν βγει κάποιος «απ ‘ έξω» ή αποστασιοποιηθεί και κάνει κριτική, θα επικεντρωνόμαστε στο ότι είναι «απ ‘εξω» και όχι στην κριτική?
Το Πρόταγμα προσπαθεί να δει κριτικά τον κόσμο γύρω του και να συνεισφέρει στην σκέψη μήπως πάμε εν τέλει παρακατω, ξεφύγουμε από την παρακμιακή φάση που βρισκόμαστε (και ως «σύστημα» και ως «κίνημα») και κάνουμε κάτι πιο δημιουργικό και χειραφετητικό. Τόσο απλό είναι. Γιατί συνέχεια επαναφέρεται από διάφορους η «αφετηρία» ως δείγμα ενοχοποιητικού ή «μη συντροφικού» στοιχείου?
Να ρωτήσω και κάτι άλλο: μήπως μπορείς να μου αναφέρεις ποια είναι εκείνα τα στοιχεία του α/α χώρου ή του «κινήματος» τα οποία οικοδομούν πραγματικά (και όχι φρασεολογικά) και γόνιμα μια κριτική του σημερινού κόσμου, προσφέροντας στοχειωδώς μια εναλλακτική στους πληθυσμούς? Ποιος θεωρητικός λόγος/τρόπος δράσης/γλώσσα/επικοινωνία με την κοινωνία κ.λπ. είναι άξιος θετικής αποτίμησης? Τι αξίζει τέλος πάντων να υπερασπιστούμε από το ελευθεριακό σύμπαν σήμερα στο 2017, όπως το βιώνουμε? Δώσε μου τέλος πάντων 1-2 επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει για να μιλήσει θετικά σε κάποιον εξωκινηματικό κόσμο που ψιλο-προβληματίζεται, ψιλο-απέχει, όταν θα τον συναντήσει στο καφενείο, στο βιβλιοπωλείο, στην ταβέρνα κ.λπ.
Μήτσος.
Φίλε Νίκο
Αυτό που εσύ περιγράφεις ως «απαξίωση», και «αφοριστική διάθεση» εγώ το θεωρώ αναμενόμενη συνέπεια. Τί θέλω να πω με αυτό: είναι ακριβώς ό,τι προσπαθούν να πουν τόσο τα προηγούμενα άρθρα του Προτάγματος (και κυρίως το τελευταίο τέυχος) όσο και οι δικές μας αναρτήσεις στο respublica: πως δεν είναι δυνατόν όταν ένας χώρος αντιμετωπίζει ολόκληρη την κοινωνία (και φυσικά όσους έχουν διαφορετική άποψη) ως «μικροαστικά μιάσματα», την ίδια στιγμή να έχει την απαίτηση να γίνει αποδέκτης θετικών σχολίων. Διότι κατά τα ψέματα, αν το Πρόταγμα και όλοι εμείς είμαστε οι «έξω από το παιχνίδι» (ναι, συμφωνώ σε αυτό, έχεις απόλυτο δίκαιο), τότε κι εγώ μπορώ να πω ότι οι αναρχικοί είναι έξω από το παιχνίδι που παίζεται μπροστά στα μάτια μας εδώ και τόσα χρόνια, επαναλαμβάνοντας τα ίδια συνθήματα, εμμένοντας σε μια τάση αυτοεγκλεισμού και αυτοαναφορικότητας. Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και ας έχουμε το θάρρος και το σθένος να υπερασπιστούμε την αλήθεια όπως πραγματικά είναι: οι αναρχικοί δεν έχουν επαφή με τον μέσο άνθρωπο, αλλά και πώς να έχουν όταν οι ίδιοι αποκαλούν τον μέσο άνθρωπο «σκουλήκι» και «μίασμα». Και αυτό δεν είναι απλά ένα αυθαίρετο αξίωμα, δικό μου ή του Προτάγματος, αλλά ένα απόλυτα λογικό πόρισμα, βάσει θεωρητικής μελέτης και βιβλιογραφίας. Βέβαια καλό είναι να μην περιοριστούμε στη βιβλιογραφία, όπως γίνεται πάντα, αλλά ας λάβουν χώρα ανοιχτές συζητήσεις που ίσως δώσουν αφορμή για να σκεφτούμε όλοι μας λιγάκι διαφορετικά. Στο δια ταύτα: νομίζω πως αυτά που λέω τόσο εγώ όσο και ο Μήτσος από πάνω είναι απόλυτα κατανοητά! Αν δηλαδή, όπως λες, ότι εγώ και το Πρόταγμα είμαστε «στην απ’ έξω», τότε θα σου πρότεινα να σκεφτείς μήπως μπορείς εσύ όσο και οι υπόλοιποι αναρχικοί να κάνεις κάτι για να μας ξαναφέρεις «μέσα». Όταν, όμως, αντιμετωπίζεται κανείς από τους αναρχικούς ως «ανίδεος και αμόρφωτος», όταν για καθετί που θα λέμε πρέπει να απολογείται και να περνά από άτυπο Ειδικό Δικαστήριο που θα επιβεβαιώνει αν η άποψή που εκφράστηκε έχει «αποκλίνει από τη γραμμή» τότε ναι, ειλικρινά και με όλο τον σεβασμό, δεν βλέπω κανένα λόγο ο ίδιος άνθρωπος να θέλει να γίνει κομμάτι αυτού του χώρου.
Επιπλέον, δεν καταλαβαίνω γιατί κριτική πρέπει να ασκεί κάποιος μόνο όταν είναι «εκ των έσω». Όπως, λοιπόν, ασκώ κριτική στον α/α χώρο εκ των έξω, έτσι εκ των έξω θα ασκώ και στην αριστερά, στους νεοφιλελεύθερους, στους φασίστες, στους τζιχαντιστές κτλ, μιας και δεν είμαι – μήτε θέλω να είμαι – κομμάτι αυτών των χώρων. Ή μήπως για τους αναρχικούς θα πρέπει να μιλάνε μόνο οι αναρχικοί, ενώ όλοι οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να το βουλώνουν; Αν είναι έτσι όμως, να υφίστανται χίλιες δυο άτυποι κανόνες για το ποιά θα είναι η συμπεριφορά μας απέναντι σε έναν χώρο που δεν έχει προσφέρει τίποτα στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια, ναι τότε χίλιες φορές οι τρελοί συντηρητικοί που φωνασκούμε απ’ τις ταράτσες μας για έναν κόσμο που παραπαίει, παρά μαντρωμένοι σε μια κάποια αυτολογοκρισία. Βέβαια, αν εσύ επιμένεις να μας αντιμετωπίζεις σαν να βδέλυγμα επειδή δεν συμμεριζόμαστε αυτά που λες, just do it. Εμείς δεν παρεξηγούμε: και τη δουλειά που κάνουμε θα συνεχίσουμε να την κάνουμε με την ίδια διάθεση και τους ίδιους ρυθμούς. Άλλωστε, πέρα απ’ τις ακαδημαϊκές κοινοτυπίες ότι η ανθρώπινη ιστορία βρίσκεται διαρκώς σε καθεστώς διαρκούς «ρήξης» από εξωτερικότητες και ουρανοκατέβατα «συμβάντα», εγώ προσωπικά τείνω περισσότερο να πιστεύω ότι η Ιστορία διαμορφώνεται (πέρα απ’ την πάλη των τάξεων βεβαίως-βεβαίως!) μέσα από καλοπροαίρετες παρεξηγήσεις, όπως αποδεικνύει και όλη η θεολογική διαμάχη του ύστερου Μεσαίωνα που οδήγησε στην ουμανιστική αναγέννηση και τον (ντεϊστικό κυρίως!) Διαφωτισμό.
το «συντηρητικότεροι των συντηρητικών» ήταν πράγματι μια λεκτική υπερβολή, ακριβώς όμως για να καταδείξει τη δική σας υπερβολή στην κριτική των 60ς. από χειραφετητική σκοπιά οφείλουμε νομίζω να κάνουμε μια πιο μετρημένη αποτίμηση. ούτε εξιδανίκευση ούτε απαξίωση-καταδίκη. κριτική στο υπερβολικά ελευθεριάζον και προκλητικό πνεύμα (τη λεγόμενη τρελίτσα ή προβοκασιόν) οκ, αλλά να δούμε και την πολύ πιο ουσιαστική για μένα ανανέωση-αναζωογόνηση των δημοκρατικών ηθών και πρακτικών, του πνεύματος της δημοκρατίας. και να μην ξεχνάμε ότι το αμερικανικό κράτος εκείνη την περίοδο έκανε έναν πόλεμο, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, με ό,τι αυτό σήμαινε στο εσωτερικό της χώρας. έχω την αίσθηση ότι τείνετε να το υποτιμάτε αυτό το hard fact της εποχής, μπορεί και να κάνω λάθος βέβαια. ως προς τον ορισμό της συντήρησης και του συντηρητικού είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα. εγώ τείνω να υιοθετώ μια πιο διασταλτική ερμηνεία. συντηρητικός έτσι δεν είναι μόνο αυτός που επιθυμεί επιστροφή στην παράδοση, που γουστάρει στρατό και εκκλησία κλπ, αλλά κι αυτός που αγκιστρώνεται σε μια συμπαγή ταυτότητα, σε μια κλειστή θέαση του κόσμου. ας δούμε δηλαδή τη λογική ή αλλιώς το πνεύμα του συντηρητικού. ενιγούει, μάλλον θα μου ασκηθεί κριτική για υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία. οι έννοιες όμως δεν είναι στατικές, είναι δυναμικές κατά τη γνώμη μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούμε κιόλας να τις ξεχειλώσουμε για να χωρέσουμε τη δική μας, απόλυτη συνήθως, θεωρία. μ αυτή την έννοια θα συμφωνήσω με εσάς ότι έχει ξεχειλώσει η έννοια του φασισμού σήμερα. αυτό δεν σημαίνει όμως ότι φασισμό θα αποκαλούμε αποκλειστικά το καθεστώς του Μουσολίνι. το χάσαμε το παιχνίδι αν κάνουμε κάτι τέτοιο. άρα, για να μην κουράζω, δυναμικές μεν οι έννοιες, αλλά θέτουμε και κάποια κριτήρια για να μπορούμε να βγάλουμε άκρη, και κυρίως προσπαθούμε να ψηλαφούμε το πνεύμα πίσω από τις λέξεις και τις πράξεις.
για τα υπόλοιπα συγχωρέστε με, αλλά θα επανέλθω.
ήδη κουράστηκα με όλα αυτά που έγραψα πατώντας κουμπάκια.
χαίρετε
Προφανώς και πολλά πράγματα που σήμερα απολαμβάνουμε τα χρωστάμε στην πολιτιστική επανάσταση του ’60 κυρίως σε επίπεδο φιλελευθεροποίησης των ηθών –μεταξύ των φύλων, μεταξύ παιδιών και γονεϊκής εξουσίας, στον τομέα της παιδαγωγικής, στον τομέα της σεξουαλικότητας (πολύ σημαντικό εν προκειμένω το κίνημα των γκέι και ΛΟΑΤ ατόμων) κ.λπ.- αλλά και οικολογικής συνειδητοποίησης. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στον γενικότερο ορίζοντα εντός του οποίου εγγράφησαν αυτές οι τάσεις: σε τελική ανάλυση μια λογική ατομικής απελευθέρωσης από τους περιορισμούς της αστικής ηθικής. Έτσι οι τάσεις ισότητας που περιλαμβάνουν, αντικειμενικά, τούτες οι μορφές απελευθέρωσης ή έστω φιλελευθεροποίησης είναι μειοψηφικές σε σχέση με τις τάσεις ατομικιστικής φύσης. Εξ ου κι η συνήθειά μας, μετά το ’60, να αναλύουμε την πολιτική με όρους ριζοσπαστισμού-συντήρησης, αντιφασισμού-ρατσισμού κ.ο.κ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια πολιτική της ταυτότητας που κινείται πλέον σε επίπεδο ηθών και πολιτιστικών γούστων.
Με στενά ταξικούς και κοινωνιολογικούς ή ανθρωπολογικούς όρους αυτή η κατάσταση πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσμα και του γεγονότος πως πρωταγωνιστές των «νέων κοινωνικών κινημάτων» της εποχής ήταν τα μέλη της λευκής νεολαίας των μεσαίων τάξεων. Πώς όμως να υπάρξει ένα πραγματικό δημοκρατικό κίνημα δίχως τη συμμετοχή των λαϊκών τάξεων; Μοιραία, αργά ή γρήγορα, μετατρέπεται σε κίνημα πολιτιστικής απελευθέρωσης κάποιων διανοούμενων με δημοκρατικές ευαισθησίες (στην καλύτερη περίπτωση).
Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε και για τον πόλεμο του Βιετνάμ, που αναφέρεις: πέραν του ότι ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε το κίνημα αντίστασης σ’ αυτόν υπήρξε προβληματικός από ορισμένες απόψεις (με την αναπαραγωγή, επί παραδείγματι, των ταξικών σχέσεων, όταν οι φιλελεύθεροι λευκοί νέοι των μεσαίων και ανώτερων τάξεων δεν κατατάσσονταν με αποτέλεσμα να φορτώνονται το βάρος οι φτωχοί λευκοί κι οι μαύροι), η αντίσταση στον πόλεμο αυτό έγινε αντιληπτή υπό ένα ιδιαίτερα προβληματικό αφήγημα, που συνιστά προάγγελο όλων των σημερινών προβλημάτων της αριστερίστικης/αναρχικής ιδεολογίας (τριτοκοσμισμός, οι ΗΠΑ και κατ’ επέκταση η Δύση ως φασιστικές κι ολοκληρωτικές κοινωνίες κ.ο.κ.).
Πέραν όλων αυτών όμως το σημαντικό είναι πως, για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία του χειραφετητικού κινήματος, δεν υπάρχουν οι φορείς μιας κριτικής των πεπραγμένων του με σκοπό το περαιτέρω προχώρημά του. Ο Καστοριάδης, λ.χ., πέρασε τη ζωή του αναλύοντας με κριτικό τρόπο τις αποτυχίες και τη γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού κινήματος. Πράγμα, άλλωστε, που έκαναν και πλήθος άλλων στοχαστών ή ομάδων της εποχής, συμβάλλοντας έτσι και στην ανάδυση των κινημάτων του ’60 και του ’70. Από εκεί κι έπειτα όμως, υπάρχει μια ρήξη, καθώς χάνεται η αίσθηση της κοινής ιστορίας ενός κινήματος. Κι έτσι κανείς δε δέχεται την παραμικρή κριτική στην καθαγιασμένη κληρονομιά του ’60, κανείς δεν προσπαθεί να σκεφτεί τι δεν πήγε καλά και πώς μπορούμε να προχωρήσουμε περαιτέρω, διορθώνοντας τούτα τα στραβά. Πώς θα πάμε μπροστά, όμως, δίχως τον οποιονδήποτε κριτικό αναστοχασμό;
Εγώ απ’ αυτά που καταλαβαίνω απ’ την «κριτική» που εκτοξεύεται από διάφορες μπάντες αριστερά και δεξιά (είτε με καλοπροαίρετο ύφος, είτε πρόκειται για οργίλα σχόλια) είναι ότι το ad hominem καλά κρατεί. Δεν υπάρχει ούτε μισή αράδα κριτικής με επιχειρηματολογία σ’ αυτά που λέει το περιοδικό και η σελίδα: για παράδειγμα, να βγει ένας φιλελεύθερος να ασκήσει κριτική στηριζόμενος σε μια κοινωνιολογία των ατομικών ελευθεριών ή ένας μαρξιστής να αντιπαρατεθεί στα επίχειρήματα ενός συγγραφέα με μια «ταξική ανάλυση». Το μόνο που ακούγεται χαρακτηρισμοί όπως «διανόηση των Εξαρχείων» (οι εκ των δεξιών), «συντηρητικοί» (εκ των αριστερών) και «πατριώτες» (εκ των αναρχικών), κριτική που έχει καθαρό ύφος κατηγορητηρίου! Βέβαια από πότε λέξεις όπως «αναρχικός», «πατριώτης» ή «συντηρητικός» είναι ύβρις; Συγγνώμη, αλλά θα έχασα κάποιο τιτάνιο συνέδριο της Ελληνικής Φιλολογικής Εταιρείας που θα αποφάσισε αυτή τη μεταστροφή του νοήματος. Θυμίζω όμως πως όλοι όσοι προσπάθησαν να βγουν από το λούκι του θεωρητικού καθωσπρεπισμού, όλοι όσοι ξέφυγαν από την ιδεολογικό σωλήνα, τη γραμμή του κόμματος ή του «κινήματος» αντιμετωπίστηκαν αρχικά με χλεύη και περιφρόνηση, ασχέτως και αν αυτοί οι άνθρωποι σήμερα γίνονται συχνά ινδάλματα όσων θα τρέξουν να καθυβρίσουν αυτούς που εξίσου αποφάσισαν να βγουν από τη γραμμή. Θυμίζω τον πόλεμο που είχαν κηρύξει στον Καστοριάδη ως «αντιδραστικός», «φασίστας», «πράκτορας της δύσης» όλοι οι απολογητές του τότε Μαρξισμού, την επίθεση που είχε δεχθεί η Βέιλ από Μαρξιστές όταν στράφηκε προς τον Πλατωνισμό, ή τον διασυρμό της Άρεντ όταν έγραφε επί μήνες για τη δίκη του Άιχμαν που δεν άρεσε σε όσους είχαν συγκεκριμένη άποψη για το Ολοκαύτωμα και τον Χίτλερ… αλλά η ίδια είχε δίκιο και σε ένα άλλο βασικό σημείο: οι άλλοι είναι όντως το καθοριστικό στοιχείο της αναγνώρισης του εαυτού μας (altereitas).
Ως εκ τούτου, δεν έχουν άδικο στην ουσία κάποιοι από αυτούς που προσπαθούν να ασκήσουν κριτική εδώ, έστω και αν δεν τα καταφέρνουν να πουν τίποτα καθώς επιμένουν στην κλασική ιντερνετική ιεροτελεστία του «να-του-την-πω» εφηβισμού. Η στάση όλων αυτών που κατηγορούν το Πρόταγμα και τη ResPublica.gr για «συντηρητισμό» είναι αληθής: η δημοκρατία είναι το κατεξοχήν συντηρητικό καθεστώς (όπως πάνω κάτω λέω εδώ), κι εμείς που την υπερασπιζόμαστε είμαστε συντηρητικοί. Μια δημοκρατία απαιτεί σταθερούς, μακροχρόνιους, συμπαγείς κοινωνικούς δεσμούς, σταθερές και δομημένες αξίες που προσδίδουν ένα minimum αυτοπροσδιορισμού και εντοπιότητας, που καθορίζουν έναν κοινό χώρο εντός του οποίου οι άνθρωποι δένονται μεταξύ τους και δημιουργούν σχέσεις φιλίας (δείτε την έννοια της φιλίας όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης), σχέσεις οι οποίες προστατεύουν το δημόσιο πεδίο από ίντριγκες και έχθρα, κοινώς από τη βία που οδηγεί στη διάλυση και την απόλυτη καταστροφή του. Ως εκ τούτου, καταλαβαίνουμε ότι η δημοκρατία είναι ένα κατεξοχήν συντηρητικό πολίτευμα, και άρα οι υπαινιγμοί του «είσαι συντηρητικός άρα δεν είσαι δημοκράτης» δεν στέκουν, διότι μια δημοκρατία απαιτεί από τους ανθρώπους που απαρτίζουν το δημόσιο πεδίο να έχουν μια σύνδεση μεταξύ τους, άρα να έχουν μια ταυτότητα, ένα στοιχείο που τα χαρακτηρίζει ως κοινότητες, αντί να μιλάμε για νομαδικούς πληθυσμούς που βουλιάζουν στην εφήμερη προσωπική απόλαυση (στο προ-πολιτικό στοιχεία, δηλαδή). Σαφέστατα και οι κοινωνικές αυτές νόρμες μπορούν διαρκώς να επαναπροσδιοριστούν, αν το πολιτικό σώμα κρίνει, προτείνοντας κάτι άλλο. Άρα εδώ υπάρχει και μια άλλη αξία, αυτή που μας λέει ότι μπορούμε ως ελεύθεροι άνθρωποι να αμφισβητούμε και να αντιπροτάσουμε! Αυτή η αξία όμως αποτελεί πεμπτουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή η αξία μαζί και άλλες θα πρέπει να συντηρηθούν. Άρα καταλαβαίνουμε ότι η δημοκρατία απαιτεί διατήρηση κάποιων θεσμών οι οποίοι καθιστούν δυνατή την διαιώνιση αυτού του πολιτεύματος ως καθεστώς με δικές του αξίες, μία εκ των οποίων είναι η ανάγκη αυτοπροσδιορισμού και σύνδεσης των ανθρώπων.
Ναι είναι αλήθεια, συντηρητικός δεν είναι μόνο αυτός που επιθυμεί επιστροφή στις προνεωτερικές αξίες, αν και η δημοκρατία, όντας ασύμβατη με το έθνος-κράτος, απαιτεί ρίζωμα τοπικό, δηλαδή επιστροφή σε μια μορφή διοίκησης η οποία θα είναι πιο κοντά στο προ-νεωτερικό μοντέλο (όπως το οραματίζεται η Βέιλ στο τελευταίο κεφάλαιο του Ανάγκη Για Ρίζες). Σε αντίθεση με τον συντηρητισμό έχουμε την ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, όπου κάθε αξία και νόρμα οπισθοχωρεί, στα πλαίσια της μαζικής κοινωνίας/κουλτούρας, και οι ανθρώπινες σχέσεις συνεχώς αναδημιουργούνται και επαναπροωθούνται με στόχο να καταναλωθούν γρήγορα, ώστε να δώσουν συνέχεια σε νέου τύπου ρεύματα που θα χρησιμεύσουν για γρήγορη κατανάλωση, ξανά και τούμπαλιν. Και σε αυτή τη ρευστότητα, δυστυχώς, συνέβαλαν τα κινήματα της δεκαετίας του 70 (άθελά τους βέβαια). Διότι, σε αντίθεση με τα κινήματα του 60, που είχαν μια απήχηση καθολική και οικουμενική – κυρίως σε ό,τι αφορά το θέμα του ρατσισμού – η δεκαετία του 70 έθεσε ως κεντρική της σημασία την προσωπικοποίηση του πολιτικού (όπως είχε πει η Άρεντ πολύ πριν από εμάς), κι έτσι με την αποθέωση της προσωπικής δόξας στο πολιτικό πεδίο, οδηγούμαστε σε μια κατανόηση της ελευθερίας η οποία δεν είναι συμβατή με την πολιτική της διάσταση, αλλά περισσότερο με το φιλελεύθερο αφήγημα της αχαλίνωτης και απεριόριστης δυνατότητας της ατομικής επιλογής, κάτι σαν το follow your heart των διαφημίσεων. Έλα που αυτή η κατανόηση της ελευθερίας δεν αντιτίθεται καθόλου στο possessive individualism του φιλελευθερισμού, παρά τις επιθέσεις στον καταναλωτισμό που άσκησε τόσο η διανόηση του 70 όσο και οι διαμαρτυρόμενοι.
Άρα, το να βγαίνει κανείς και να λέει πως «είμαστε συντηρητικότεροι των συντηρητικών» ναι είναι αλήθεια, δεδομένου ότι αυτοί που αποκαλούνται «συντηρητικοί» δεν είναι καν τέτοιοι, από τη στιγμή που υπερασπίζονται τις ελεύθερες αγορές (και χρησιμοποιούν τη σιδερένια πειθαρχία του κράτους υπέρ της προστασίας των εταιρικών συμφερόντων), από τη στιγμή που κατανοούν την ελευθερία μόνο ως δικαίωμα ατομικής επιλογής. Μα είναι οι ίδιες οι αγορές, ο καταναλωτισμός και ο φιλελεύθερος εγωκεντρισμός που ανήγαγαν την ρευστότητα, την ασημαντότητα, τον ατομικισμό και την εγωπάθεια σε προτάγματα! Για περισσότερα παραπέμπω στο βιβλίο του Κονδύλη, Συντηρητισμός. Επιπλέον, το να παίρνει κανείς θέση υπέρ της οικογένειας είναι μια «συντηρητική» στάση. Το να αναζητά μια ένδοξη, ηρωική και σχεδόν μυθική περίοδο ενός ιδανικού ανθρωπολογικού ιδεότυπου (τον Αθηναίο ή τον Ρωμαίο πολίτη, τον νεωτεριστή επαναστάτη πολιτικό), αντί του σύγχρονου μηδενιστή καταναλωτή, είναι επίσης μια στάση συντηρητική. Το να ασκείς κριτική στην αισθησιακή ηδονικότητα (όπως τα διάφορα trends σεξουαλικής χειραφέτησης ή μάλλον «χειραφέτησης από τη σεξουαλικότητα») είναι επίσης μια συντηρητική άποψη-έποψη. Άρα η όποια συζήτηση δομήθηκε εξαρχής λάθος: στο ότι η λέξη συντηρητικός είναι πολιτική ύβρις και όσοι παίρνουν συντηρητικές θέσεις πρέπει να απολογηθούν ή να (αυτο)λογοκριθούν. Γιατί, ωστόσο, να μην έχουμε μια συντηρητική διακυβέρνηση αντί για το σημερινό μπάχαλο; Τι δεν μας αρέσει σε κάτι τέτοιο; Το ότι μια συντηρητική διακυβέρνηση θα έδινε άδειες λοχείας και ανατροφής παιδιών; Ότι θα προτιμούσε την ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, την αποκέντρωση, τον πατριωτισμό, τη διακοπή ροής χρηματοδοτήσεων προς τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα μαζικής κατανάλωσης και τη στροφή της χρηματοδότησης προς τη δημόσια υγεία και πρόνοια ή προς την εκπαίδευση; Το ότι θα ενίσχυε τις κλασικές σπουδές στο σχολείο και την οικουμενική μόρφωση, ή επίσης θα μιλούσε για την κατάργηση της υποχρεωτικής κρατικής εκπαίδευσης και τη θέσπιση ενός πλαισίου που θα επιτρέπει και σε άλλους φορείς να έχουν εξουσία πάνω σ’ αυτούς που θα εκπαιδευτούν; Τη χρηματοδότηση και την ανάληψη ολόκληρων project κλασικών έργων στην τέχνη (από βιβλία, θεατρικά, κινηματογράφος, μουσική κ.λπ.) καθώς και την προσβασιμότητά τους; Τη στροφή της οικονομίας προς την αυτάρκεια, προς τον πρωτογενή τομέα, τη συνεταιριστική και συντεχνιακή λογική; Την ανάδειξη του δημόσιου συμφέροντος ενάντια στην ατομική «τουριστική» ελευθερία; Την εξύψωση των γενικών και κλασικών σπουδών; Τί στηρίζει από την άλλη ο σύγχρονος φιλελεύθερος; Την κατάργηση της οικογένειας; Ας μας πει βέβαια και ποιος θα αναλάβει την κοινωνική αναπαραγωγή μετά γιατί μέχρι στιγμής κατάργηση της οικογένειας μπορεί να σημαίνει 3 πράγματα: 1) συλλογική αυτοκτονία, 2) να υιοθετούμε σεξουαλική συμπεριφορά που αρμόζει μόνο στα ζώα, κάνοντας σεξ με όλους και με όλες, πράγμα που σημαίνει ότι θα γεννοβολάμε παιδιά χωρίς να αναλαμβάνουμε την ευθύνη (τουλάχιστον οι άντρες), με άμεση συνέπεια η πατριαρχία και πατρική αυθεντοκρατία της πυρηνικής οικογένειας να δώσει τη θέση της στον πιο άγριο μάτσο φαλλοκρατισμό, 3) να αναλάβει την αναπαραγωγή η τεχνο-επιστήμη (κλωνοποιήσεις, εργαστηριακή γονιμοποίηση: «αποφασίζουμε την κατάργηση της οικογένειας, στο εξής για τις ανάγκες της αναπαραγωγής το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να δίνετε περίπου 40ml σπέρματος στην τράπεζα της γειτονιάς σας»). Τί είναι αυτό που προτάσσει ο σύγχρονος φιλελευθερισμός; α) το να δώσουμε όλη την εξουσία σε διεθνείς οργανισμούς (από τον ΟΗΕ, την ΕΕ, τις πολυεθνικές) ως επίθεση στο έθνος-κράτος, β) να καταργήσουμε κάθε όργανο αποφάσεων και έκφρασης της λαϊκής βούλησης υπό το φόβο ότι θα λέγονται και θα πράττονται «ρατσιστικά» και «σεξιστικά» πράγματα, γ) να απαλλαχθούμε απ’ το συντηρητικό res publica, το δημόσιο συμφέρον γιατί είμαστε ανίκανοι να αυτοκυβερνηθούνε (και άρα τις αποφάσεις θα τις λαμβάνουν οι τεχνοκράτες), ε) να γίνει επίθεση σε ό,τι μπορεί να συμβολίζει τη μονιμότητα και στασιμότητα – άρα τη μη-ελευθερία κινήσεων – όπως οι ερωτικές σχέσεις, η δημόσια ή/και ιδιωτική φιλία, η οικογένεια, η ενορία, η σχέση με τη γη; Τότε θα είχε αξία να πούμε με ποια μεριά είμαστε. Διότι, ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ τις λέξεις ο πρώτος είναι ο συντηρητικός και ο δεύτερος ο φιλελεύθερος στη σημερινή του μορφή.
η φιλελευθεροποίηση των ηθών και η ατομιστικη (κι οχι ατομικιστικη) ηθικη στην οποία αναφέρεστε είχε ήδη ξεκινήσει νομίζω πριν από τα 60ς, και την κλασικη αστικη ηθικη την ειχε ηδη κανει σμπαραλια ο καταναλωτικος καπιταλισμος (ηδη απο τη «χρυση δεκαετια του μεσοπολεμου» στις ΗΠΑ). η νεολαια των λειτ 50ς – 60ς – ερλι 70ς, διαταξικη σε μεγαλο βαθμο και οχι μονο λευκη αλλωστε, εξεγειρεται εναντια και στον καταναλωτικο καπιταλισμο και στον υπαρκτο φιλελευθερισμο. και ναι η εξεγερση ειναι και ατομικιστικη φιλοσοφικα, και καλως κατα τη γνωμη μου.
η πολιτικη της ταυτοτητας που αρχισε να επικρατει κυριως απο τα μεσα 70ς – 80ς ειναι λιγοτερο αποτελεσμα του πνευματος των 60ς οσο ειναι της ηττας των 60ς. και αυτη η ηττα δεν ηταν προφανως τοσο απο τα εξω (χωρις αυτο να σημαινει οτι το καθεστως εμεινε απραγο, ισα ισα), οσο απο τα μεσα, και ειχε να κανει και με την υπερβολη, την προβοκασιον ως αυτοσκοπο, την εκτροπη στο φετιχισμο της βιας, την ψευτοκουλτουρα, τον προσεταιρισμο και την αφομοιωση (στη μουσικη βιομηχανια, στο πανεπιστημιο και την ακαδημια, στη βιομηχανια των αρτι τσαρλατανιων κλπ), το κλεισιμο στα ψευδη διλημματα και τους δυισμους. νηφαλιος απολογισμος και κριτικος αναστοχασμος των 60ς γινεται, προφανως μειοψηφικα, οπως μειοψηφικα εγινε και ο απολογισμος του εργατικου κινηματος.
υγ1: αλλωστε, το σημερινο πνευμα του χιπστερισμου καμια σχεση δεν εχει με τους χιπστερς του κερουακ και του γκινσμπεργκ. ειναι σχεδον απαραδεκτη αυτη η γενεαλογηση. αν θελουμε ντε και καλα να βρουμε προαγγελους του σημερινου χιπστερισμου ας τους αναζητησουμε καλυτερα στους «νεους φιλοσοφους», στο προγκρεσιβ αρτι ροκ, στο χολιγουντ των 80ς και ερλι 90ς, στην εκρηξη του τουρισμου ως κουλτουρας μπλα μπλα μπλα.
υγ2:ειναι αλλο πραμα η κριτικη απο χειραφετητικη μπαντα (που μπορει καλλιστα να ενεχει και στοιχεια συντηρητικης, απο φιλοσοφικη – ανθρωπολογικη αποψη, κριτικης) και αλλο πραμα η κριτικη απο συντηρητικη (και μαλιστα πρωτιστως κοινωνιολογικη) μπαντα. το ολοενα και συχνοτερο στησιμο των επιχειρηματων πανω στις κριτικες αναλυσεις του κονδυλη και αλλων ειναι νομιζω ενδεικτικο (χωρις αυτο προφανως να σημαινει οτι απαγορευεται η αναφορα και σε τετοιους στοχαστες· ίσα ίσα μας κάνει καλό να τους διαβάζουμε, όχι όμως και να υιοθετουμε πληρως τη ματια τους, το βλέμμα τους). η εναντιωση στη ρευστοτητα και το anything goes της εποχης δεν σημαινει οτι θα γινουμε και βεροι συντηρητικοι (με συμπαγεις κοινοτητες και σκληρες ταυτοτητες). αλιμονο μας!
χαιρετε
Παράθεμα: Από την τεχνοφιλία…στην Αποανάπτυξη | Πολιτική ομάδα για την Αυτονομία
Παράθεμα: Κρίστοφερ Λας – Χίλαρι Κλίντον, η σωτήρας των παιδιών | Πολιτική ομάδα για την Αυτονομία