(με αφορμή τις πρόσφατες πυρκαγιές)
Η επιτελική ιδιαιτερότητα
Μιας και «Summer is a Greek state of mind», έτσι και φέτος, η χώρα κάνει τον απολογισμό των πυρκαγιών της «σεζόν». Το σκηνικό επαναλαμβάνεται σταθερά, ανεξαρτήτως του εύρους της εκάστοτε καταστροφής, καθώς όλες οι κυβερνήσεις ως τώρα τα έχουν κάνει θάλασσα επί του θέματος (παρ’ όλο που οι συνθήκες δεν είναι πάντοτε οι ίδιες). Ωστόσο, οφείλει κανείς να παραδεχτεί πως η σημερινή διαφέρει για τρεις λόγους: Πρώτον, διότι εξελέγη, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας του ανήθικου τρόπου με τον οποίο εκμεταλλεύτηκε την εκατόμβη στο Μάτι, υποσχόμενη πως θα ασχοληθεί ιδιαιτέρως με το ζήτημα της πυροπροστασίας (στο πλαίσιο της γενικότερης μυθολογίας περί «αριστείας», τεχνοκρατισμού κι «επιτελικής» επάρκειας). Αντ’ αυτού, όχι μόνο έδωσε προαγωγή στους υπεύθυνους του φιάσκου (σε Αστυνομία και Πυροσβεστική), μα αγνόησε το περίφημο πόρισμα του Γερμανού διευθυντή του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών[1], το οποίο ήταν έτοιμο ήδη από τους τελευταίους μήνες της προηγούμενης κυβέρνησης. Με αποτέλεσμα το φετιινό, μεγαλειώδες φιάσκο, που αποτελεί καλοκαιρινό αντίστοιχο της «Μήδειας» του περασμένου Φεβρουαρίου.
Δεύτερον, λόγω της εξόφθαλμα κι απενοχοποιημένα νεοφιλελεύθερης και ταξικής της προσέγγισης: Όπως και στην περίπτωση της πανδημίας, κατά την οποία ουσιαστικά άφησε την κοινωνία στη μοίρα της, υιοθετώντας μια αυστηρά κατασταλτική προσέγγιση, βασισμένη στα υπέρογκα πρόστιμα, τον μακροχρόνιο εγκλεισμό και την περίφημη ατομική ευθύνη (δίχως μαζική ιχνηλάτηση, δίχως συνταγογράφηση των τεστ, δίχως ενίσχυση του ΕΣΥ κ.ο.κ.), έτσι κι εδώ, λόγω νεοφιλελεύθερων εμμονών, δεν έδωσε τα απαιτούμενα κονδύλια στη δασοπροστασία, πάγωσε προσλήψεις δασοπυροσβεστών, και στηρίχθηκε αποκλειστικά στην τακτική των εκκενώσεων[2]. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκαν κραυγαλέα φαινόμενα ευνοϊκής μεταχείρισης και προστασίας φίλιων περιοχών ή τοποθεσιών (απ’ το ανάκτορο στο Τατόι και λέσχες πλουσίων, μέχρι βίλες υπουργών), τη στιγμή που οι φτωχές περιοχές της Βόρειας Εύβοιας αφέθηκαν στη μοίρα τους.
Η τακτική των εκκενώσεων φανερώνει και τον τρίτο λόγο για τον οποίο η συγκεκριμένη κυβέρνηση διαφέρει απ’ όλες τις προηγούμενες: Διαχειρίζεται τα πάντα, ακόμη και τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές, με όρους επικοινωνίας. Εν προκειμένω η τακτική των εκκενώσεων επιλέχθηκε προκειμένου να μην υπάρξουν νεκροί, ώστε να μπορούν οι μηχανισμοί της επιτελικής προπαγάνδας να διατηρούν ζωντανό το ρητορικό όπλο του Ματιού. Ακόμα κι εν τω μέσω μιας τέτοιας καταστροφής, ο επιτελικός ρεβανσισμός αφήνει ολόκληρες εκτάσεις και περιουσίες να καούν, προκειμένου να διατηρήσει το αντί-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα που τον έφερε στην εξουσία και του είχε, ως τώρα, προσφέρει μια άνευ προηγουμένου δημοσκοπική και πολιτική ασυλία, από πλευράς κοινωνίας. Γι’ αυτό και τα στίφη των δεξιών διαδικτυακών ορκ βάλθηκαν να διακινούν τα πιο απίθανα σενάρια, προσπαθώντας να ενοχοποιήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τις φωτιές στην Εύβοια[3]· γι’ αυτό κι ο Μητσοτάκης συνέκρινε «στρέμματα με φέρετρα» στη Βουλή, γι’ αυτό και ακολουθήθηκε, κατά τις μέρες της κρίσης, η γνωστή τακτική της συστηματικής χρήσης ασύστολων ψευδών από τα πιο επίσημα χείλη, την οποία έχουμε δει επανειλημμένως αυτά τα δυόμισι χρόνια: Μητσοτάκης για τον αριθμό των εμβολιασμών και για το αν έδωσε προαγωγή στους αξιωματικούς Πυροσβεστικής και Αστυνομίας που είχαν την ευθύνη της διαχείρισης της φωτιάς στο Μάτι, Μενδώνη για Λιγνάδη, Χρυσοχοΐδης και Χαρδαλιάς για την οξύτητα της «Μήδειας» και τώρα για την ένταση των ανέμων στη Βαρυμπόμπη ή για τον αριθμό των πυροσβεστικών αεροσκαφών κ.ο.κ.
«Ανάπτυξη» σημαίνει μπίζνες
Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να πετύχει το πρόγραμμα της ανασυγκρότησης είναι να παρακαμφθούν οι διαβόητες τοπικές κοινωνίες. Αυτές αποτελούν μια από τις γάγγραινες της ελληνικής κοινωνίας. […] Ο Σταύρος Μπένος ας αποφύγει τις «δημοκρατικές» διαβουλεύσεις και τις λοιπές λαϊκοσυμμετοχικές ανοησίες, κατάλοιπα εποχών που μόνο διαβουλεύονταν και δεν έκαναν τελικά τίποτα. Τα μεγάλα project εκπονούνται από τα πάνω, από μια επιτελική ομάδα, που έχει μια κοινή αντίληψη γι’ αυτό που πάει να κάνει.
Αν δούμε, βέβαια, τα πράγματα κι υπό μια άλλη σκοπιά, το χάος που βιώσαμε δεν είναι μόνο δείγμα επιλογών ιδεολογικού/επικοινωνιακού τύπου ή της κραυγαλέας ασχετοσύνης κι ανοργανωσιάς που γενικώς χαρακτηρίζει τα έργα των άριστων γαλάζιων παιδιών (καθώς έγιναν τελικά στάχτη 1,5 εκατομμύριο στρέμματα υπό συνθήκες οιονεί άπνοιας, με διαρκείς αναζωπυρώσεις!). Το γενικό καθεστώς αδιαφάνειας και ασφυκτικού ελέγχου της πληροφορίας που το επιτελικό (παρα)κράτος έχει επιβάλει από την πρώτη στιγμή που τα μέλη του ανέλαβαν την εξουσία, δικαίως δίνει τροφή σε πάσης φύσεως σενάρια. Εν προκειμένω, η όλη σπουδή την οποία η κυβέρνηση είχε, τον τελευταίο καιρό, αφιερώσει στην περίφημη «αξιοποίηση» του Τατοΐου και της γύρω περιοχής, η σχέση της με τα αιολικά λόμπι (που έχουν ήδη απομυζήσει την ερημοποιημένη, ουσιαστικά, Νότια Εύβοια και προσπαθούν να βάλουν χέρι και στο κεντρικό και βορεινό κομμάτι του νησιού[4]) αλλά και το γεγονός πως ο επικεφαλής της χαρακτήρισε εμμέσως ως ψεκασμένους (συνδέοντάς τους με τους αντιεμβολιαστές) όσους ενστερνίζονται αυτές τις ανησυχίες, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη καταστροφή ουσιαστικά θα συμβάλει στο επιχειρούμενο σχέδιο άνωθεν, βίαιου μετασχηματισμού της εγχώριας οικονομίας, χάριν μιας ολοένα και μεγαλύτερης υποταγής της στα συμφέροντα μιας αρπακτικής ολιγαρχίας –της περίφημης ΛΜΑΤ, πιστοί υπηρέτες της οποίας είναι οι επιτελικοί μεγαλόσχημοι–, αλλά και μεγάλων ομίλων του εξωτερικού[5].
Ταυτόχρονα, η επιτελική συμμορία και η ΛΜΑΤ εφαρμόζουν τις κατευθύνσεις του ευρωπαϊκού σχεδιασμού σε σχέση με τις επενδύσεις και την ενεργειακή προμήθεια που αφορά στην Ελλάδα. Ο παραδοσιακός της ρόλος ως καμαριέρας και επιδοτούμενου καταναλωτή εντός του ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, που τα τελευταία χρόνια είχε «αναβαθμιστεί» σε αποθήκη ανεπιθύμητων προσφύγων και μεταναστών, θα συνδυαστεί τώρα με εκείνον της λεγόμενης «μπαταρίας» (που κάνει έξοχη ρίμα με τη «μπανανία»!), δηλαδή του προορισμού υποτιθέμενα οικολογικών επενδύσεων. Επενδύσεις που είναι απλά βιτρίνες ώστε δυτικές αλλά και κινεζικές κατασκευαστικές (δηλαδή οι τράπεζες και τα λοιπά επενδυτικά σχήματα που τις ελέγχουν) να λάβουν ζεστό κρατικό χρήμα ως επιχορήγηση για επενδύσεις που θα αποσβεστούν έπειτα από την τσέπη του καταναλωτή. Ο σμπάρος των ΑΠΕ χτυπά αρκετά τρυγόνια: Οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών διοχετεύουν ρευστότητα στην παραπαίουσα ευρωπαϊκή οικονομία (και δικαιολογούν προσωρινά τον μισθό τους), οι μεγάλοι παίχτες του κλάδου, που πληρώνουν τεράστια ποσά στους λομπίστες που παρεπιδημούν στις Βρυξέλλες, βρίσκουν ένα νέο πεδίο βραχυ-μεσοπρόθεσμης κερδοφορίας το οποίο δεν απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια (η τεχνολογική καινοτομία στον τομέα δεν φαίνεται να έχει κάνει κανενα ποιοτικό βήμα τα τελευταία χρόνια) εξασφαλίζοντας κέρδη από τις αυξημένες τιμές λιανικής (μέσω των εγγυημένων τιμών πώλησης) αλλά και μέσα από προβλέψεις όπως εγγυήσεις δανείων και φορολογικά κίνητρα. Τέλος, η εκμαυλισμένη κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Ευρώπη καθησυχάζεται προσωρινά θεωρώντας πως μερικοί ανεμιστήρες πάνω σε καμμένα δάση[6] θα μας γλιτώσουν από τον οικολογικό Αρμαγεδδώνα που έρχεται.
Δεν μπορούμε να επεκταθούμε εν προκειμένω, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις υπακούουν ουσιαστικά στη γραμμή της κυβέρνησης σε θέματα μακροπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής, όπως προκύπτει και από τη διαβόητη «έκθεση Πισσαρίδη»: αφενός η ακραία υποτίμηση της εργασίας κι η συμπίεση του μισθολογικού κόστους ως βασικό «αναπτυξιακό εργαλείο», και αφετέρου η αντιμετώπιση της χώρας ως «φιλέτου» για πώληση ή παραχώρηση σε κάθε είδους «επενδυτή», με την ελπίδα πως ίσως πετάξει κανένα ψίχουλο στους ξελιγωμένους ιθαγενείς.
Νεοφιλελεύθερο γιουρούσι με οικολογικό μανδύα
Εν προκειμένω, καταλαβαίνουμε πώς εννοούν στα ενδότερα του επιτελικού σύμπαντος την περίφημη «πράσινη μετάβαση»: οι μαζικές εκκενώσεις μπορούν να θεωρηθούν, συμβολικά, σαν μια επιχείρηση ερημοποίησης, σαν διωγμός των ντόπιων με σκοπό την αλλαγή χρήσης της γης· οι μέχρι τώρα (αγροτικές και κτηνοτροφικές) δραστηριότητες, θ’ αντικατασταθούν από μεγάλου μεγέθους αγροκτηνοτροφικές μονάδες, αιολικά πάρκα και μεγάλα τουριστικά καταλύματα. Την υπόλοιπη ζωή τους οι κάτοικοι των καμένων περιοχών θα την περάσουν στα κοντέινερ με επιδόματα ή στην καλύτερη περίπτωση ως φύλακες των αιολικών πάρκων[7], γιατί δεν είναι προσαρμόσιμοι στο καινούργιο μοντέλο. Αυτή είναι εν ολίγοις η λογική των εξελίξεων που δρομολογούνται τα τελευταία χρόνια.
Οι τεράστιες ανάγκες της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς καλύπτονται από εκμεταλλεύσεις μεγάλης κλίμακας που θα εξασφαλίσουν τροφή σε λογικές τιμές. Η αγροτική παραγωγή μικρής κλίμακας σε ορεινές χώρες όπως η Ελλάδα είναι ποσοτικά αδιάφορη και οικονομικά ασύμφορη (πόσο μάλλον όταν τιμολογείται και σε ένα από τα ακριβότερα νομίσματα του κόσμου!). Μέχρι την κατάρρευση του 2009 η επιβίωσή της εξασφαλιζόταν από τα ψίχουλα των επιδοτήσεων και την εγχώρια αγορά. Ωστόσο, ήταν ήδη προφανές πως η Ευρώπη όφειλε να εστιάσει στην παραγωγή τροφής από τις μεγάλης κλίμακας εκμεταλλεύσεις στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ανατολική Ευρώπη και, ελέω κόστους (αλλά και «ευέλικτου νομοθετικού πλαισίου»), σε χώρες της βόρειας Αφρικής, στην Τουρκία και στη Λατινική Αμερική. Η ρητινοπαραγωγή, οι αγροκαλλιέργειες, η μελισσοκομία και η κτηνοτροφία στη βόρεια Εύβοια, στη Γορτυνία αλλά και σε όλη την Ελλάδα γενικότερα, εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα στους αγρότες αλλά δεν προσφέρουν τίποτα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι ανάγκες της τελευταίας αλλά και η ίδια η οικονομική λογική γενικότερα επιβάλλουν μια πιο κερδοφόρα αξιοποίηση της ελληνικής υπαίθρου. Ο περίφημος νόμος Χατζηδάκη[8] έχει ουσιαστικά στρώσει το χαλί για παντός είδους σχετικές επιδιώξεις, ενώ η συνοχή της πολιτικής των επιτελαρχών μας στο ζήτημα αποκαλύπτεται από τις πρόσφατες πυρκαγιές στα Γεράνεια Όρη και λίγο παλιότερα στη Μάνη, αλλά και από τις διαβόητες δηλώσεις του ίδιου του επιτελικού ανθύπατου στον Ερημίτη της Κέρκυρας (που στη συνέχεια κάηκε). Ανάλογες εξελίξεις προμηνύουν και οι διακηρύξεις για αναδασώσεις από ιδιωτικούς φορείς και «αναδόχους», όπως βέβαια κι οι διακηρύξεις κυβερνητικών φερέφωνων σαν το liberal.gr περί «επιτελικών project ανασυγκρότησης», τη στιγμή που οι ειδικοί επί του θέματος επισημαίνουν πως η αναδάσωση είναι μια περίπλοκη διαδικασία που μάλιστα, στην περίπτωση της Εύβοιας, ίσως να μην είναι καν εφικτή για ένα σημαντικό μέρος των καμένων εκτάσεων.
Λίγη σημασία έχουν όμως όλα αυτά για τους λαίμαργους χορηγούς της επιτελικής μαφίας. Άλλωστε, η ίδια η επιμονή στην ανάπτυξη των ΑΠΕ τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω όχι μόνο από πλήθος ερευνών μα κι από την ίδια την πραγματικότητα. Είδαμε για παράδειγμα, κατά τον μακροσκελή καύσωνα του φετινού καλοκαιριού, πόσο ελάχιστα συνεισφέρει το αιολικό δίκτυο στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, όταν η τελευταία αναγκάστηκε να αγοράσει, ως συνήθως κατά την καλοκαιρινή περίοδο, ηλεκτρισμό παραγμένο στην Τουρκία και στη Βουλγαρία από ορυκτά καύσιμα, αφού η ΔΕΗ είχε πρώτα επαναφέρει τσάτρα-πάτρα σε λειτουργία μια λιγνιτική μονάδα που είχε κλείσει με σκοπό τον οριστικό της παροπλισμό.
Ούτε από την άλλη φαίνεται να απασχολεί κανέναν το γεγονός οτι παρά την ώθηση που η ΕΕ και τα ισχυρά κράτη του κόσμου δίνουν στις ΑΠΕ, συνεχίζουν να εφαρμόζουν την ίδια περίπου ενεργειακή πολιτική: Η Γερμανία προωθεί την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στον φτωχό Νότο αλλά δεν διστάζει να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ για τον αγωγό Nord Stream, ενώ καταναλώνει άφθονες ποσότητες άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας· οι χώρες που βασίζονται στην πυρηνική ενέργεια σχεδιάζουν την ανανέωση των αντιδραστήρων τους σαν να μην υπήρξε ποτέ το ατύχημα της Φουκουσίμα· τα ορυκτά καύσιμα, τέλος, παραμένουν οι στρατηγικές πηγές ενέργειας, οι μόνες μέχρι σήμερα ικανές να παράσχουν ενεργειακή ασφάλεια, να υποστηρίξουν τη στρατιωτική ισχύ (άραγε ποια χώρα θα έπαιρνε το ρίσκο να τροφοδοτήσει την πολεμική της βιομηχανία με ρεύμα από ΑΠΕ;) και να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη.
Είναι δηλαδή σαφές πως οι ΑΠΕ αποτελούν επένδυση δίχως κανένα όφελος για τις τοπικές κοινωνίες και τη χώρα, με σημαντικό οικολογικό αποτύπωμα, τόσο άμεσα, διά των ρυπογόνων και βίαιων επεμβάσεων στον τόπο εγκατάστασης και των συνδεόμενων με αυτές υποδομων (διάνοιξη δρόμων, δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος) όσο και μακροπρόθεσμα, εξαιτίας του ρυπογόνου χαρακτήρα του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται. Η πιο ενδιαφέρουσα μάλιστα συνέπειά τους, που τους αφαιρεί και κάθε θετικό οικολογικό πρόσημο, είναι η επίδρασή των ανεμογεννητριών στον υδροφόρο ορίζοντα. Σύμφωνα με μια μελέτη Ελλήνων επιστημόνων με επικεφαλής τον καθηγητή Γεωλογίας, Γ. Στουρνάρα, η λειτουργία των ανεμογεννητριών αποτρέπει την εκδήλωση βροχής και προκαλεί λειψυδρία. Το μόνο στο οποίο χρησιμεύουν είναι ο γρήγορος πλουτισμός αετονύχηδων «επενδυτών», οι οποίοι επενδύουν ελάχιστα και, με τις απαραίτητες πολιτικές «πλάτες», αποκομίζουν υπέρογκα κέρδη δίχως το παραμικρό ρίσκο. Με άλλα λόγια, έχουμε την έκδοση 2.0 του πατροπαράδοτου δεξιού παρασιτισμού και μεταπρατισμού, ο οποίος ευθύνεται ιστορικά, κατά μέγα μέρος, για την οικονομική και τεχνική καχεξία της χώρας, όπως επίσης βέβαια και για την αναποτελεσματικότητα του κράτους.
Πραγματική ατομική ευθύνη…
Η προπαγανδιστική γραμμή σχετικά με την προτεραιότητα στη διάσωση ανθρώπινων ζωών δεν χρησιμεύει μόνο ως ιδεολογικό όπλο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζοντας τις συγκρίσεις με το Μάτι, αλλά και ως μέσο συγκάλυψης όλων αυτών των ζητημάτων. Το ίδιο κι η σύγκριση με το Μάτι, εξάλλου: διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Μάτι κάηκε μια ήδη καταπατημένη έκταση, που είχε από καιρό ενταχθεί στον αστικό ιστό, κι όχι παρθένα, λίγο πολύ, κομμάτια δασικής υπαίθρου (όπως στην Εύβοια ή, προηγουμένως, στα Γεράνεια) τα οποία προσφέρουν προοπτικές εκ των υστέρων «αξιοποίησης». Ταυτόχρονα στο Μάτι κάηκαν κατά βάση παραθεριστικές κατοικίες, ενώ στις πρόσφατες πυρκαγιές, κυρίως στην Εύβοια, κάηκαν αγροτικές και κτηνοτροφικές μονάδες, όπως επίσης κι ολόκληρα χωριά, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος –και μάλιστα σε φτωχές περιοχές της χώρας– να χάσει όχι μόνο την πρώτη του κατοικία μα και τη δουλειά του.
Φυσικά ουδείς λόγος πρέπει να γίνει για όλα αυτά, για τον πρόσθετο λόγο πως η ερημοποίηση ενός κομματιού της υπαίθρου που θα προκληθεί από την καταστροφή απλώς θα επιτείνει τους κινδύνους ξεσπάσματος νέων πυρκαγιών. Ιδού πώς σωστά συνδέει τις δύο διαστάσεις του προβλήματος ο Γερμανός καθηγητής που συνέταξε το πόρισμα για την πυρκαγιά στο Μάτι: «Στα Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Τουρκία η αστυφιλία συνεχίζεται ακάθεκτη. Η νέα γενιά μετακομίζει στις πόλεις για να βρει δουλειά και καλύτερη ποιότητα ζωής εκεί. Με τους νέους να απομακρύνονται, οι αγροτικές περιοχές γερνάνε. Τα χωριά και οι παλιοί οικισμοί σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η παραδοσιακά πολύ εντατική χρήση της γης θα πάψει να υπάρχει εκεί. Στη γη που δεν καλλιεργείται, σταδιακά εμφανίζονται αγριόχορτα, θάμνοι, μεμονωμένα δέντρα και τέλος δάση, τα οποία παρέχουν στη φωτιά περισσότερη τροφή από τις εντατικά καλλιεργούμενες γεωργικές περιοχές ή βοσκότοπους. Εάν κάποιος θέλει να κάνει κάτι ενάντια στον κίνδυνο αύξησης των πυρκαγιών, θα πρέπει να εστιάσει στη νότια Ευρώπη, στα μέτρα που αντισταθμίζουν την έξοδο από τις αγροτικές περιοχές».
Η αντιστροφή αυτής της πραγματικότητας πρέπει να γίνει στόχος της ίδιας της κοινωνίας γενικότερα. Και η προσπάθεια αυτή ξεκινά, μεταξύ άλλων, από την αλλαγή της αντίληψης περί ατομικής ευθύνης που προώθησαν οι υποκριτές επιτελάρχες μας. Ενώ κόμπαζαν για υποτιθέμενα ανδραγαθήματα στην πρώτη γραμμή της μάχης, παρακινούσαν τους ντόπιους να εγκαταλείψουν τον τόπο και τα σπίτια τους για να κάνει τη δουλειά της η φωτιά με τις λιγότερες επικοινωνιακές απώλειες για την κυβέρνηση. Τι και αν, παραδοσιακά, όταν οι κάτοικοι έμεναν να προστατέψουν τα σπίτια τους, βοηθούσαν τους πυροσβέστες (αναλαμβάνοντας την κατάσβεση μικρο-εστιών, προσανατολίζοντάς τους σε περιοχές που γνωρίζουν καλά κ.ο.κ.); Πολλώ δε μάλλον που, από την περίοδο Σημίτη κι έπειτα, υπεύθυνη των επιχειρήσεων είναι αποκλειστικά η Πυροσβεστική, σώμα εκπαιδευμένο στην αντιμετώπιση πυρκαγιών εντός αστικού ιστού, κι όχι οι δασικές υπηρεσίες, που γνωρίζουν τις περιοχές αλλά και τις συνθήκες εντός της υπαίθρου. Οι κάτοικοι, «οι τοπικοί αγρότες, οι άνθρωποι που δουλεύουν τη γη, γνωρίζουν τα περάσματα, πού υπάρχουν δρόμοι και πού πηγές νερού και δεξαμενές», είχαν λοιπόν αντικαταστήσει τους δασοπυροσβέστες.
Αντιθέτως, η σημερινή κυβέρνηση, που όλοι αναρωτιόμασταν αν τις μέρες εκείνες ήταν στο Μαξίμου ή στο… Κάϊρο, προωθώντας τις μαζικές εκκενώσεις, στερούσε τη δυνατότητα αυτενέργειας από τους ντόπιους. Σαν να προσπαθούσε δηλαδή να αναδείξει τον ρίψασπη σε μοντέλο υπεύθυνου πολίτη. Ευτυχώς, όμως, πολλοί κάτοικοι αγνόησαν τις εντολές εκκένωσης και έπραξαν το αυτονόητο, κατανοώντας ότι η διάσωση της ζωής χωρίς αυτά που της δίνουν νόημα είναι μια μάταιη προσπάθεια. Και δεν πρόκειται μόνο για το σπίτι ή τη γεωργική εκμετάλλευση που καθένας έχτισε με κόπο και θα κληροδοτήσει στα παιδιά του, αλλά και γενικότερα για τον τόπο ως ζωντανή κοινωνία και κουλτούρα – με λίγα λόγια οτιδήποτε για τους ανθρώπους αυτούς υπερβαίνει τη βιολογική τους ύπαρξη. Ως υπεύθυνοι απέναντι στον εαυτό τους, στους οικείους τους και στον τόπο που τους θρέφει, έμειναν εκεί για να προστατέψουν τα σπίτια τους. Τη σημασία και χρησιμότητα της στάσης τους αναγκάστηκε να παραδεχτεί μέχρι κι ο φιλοκυβερνητικός Τύπος.
…απέναντι στον ανέμελο μηδενισμό
Ένα ακόμα στοιχείο που καθιστά την αντιμετώπιση των πρόσφατων πυρκαγιών ιστορική πρεμιέρα είναι και το γεγονός πως δεν υπήρξε ούτε μία παραίτηση ή αποπομπή των υπευθύνων (όπως π.χ. είχε γίνει στο Μάτι). Επιπλέον, ο πρωθυπουργός έδωσε επίσημη συνέντευξη Τύπου όλος χαμόγελα, τη στιγμή που τα αρμόδια υπουργεία εξέδιδαν ανακοινώσεις σουρεαλιστικού περιεχομένου, σε ύφος Βύρωνα Πολύδωρα, με ασυναρτησίες για μάνικες κι επιτελικές πυροσβεσίες. Το «ανέμελο» και «τουριστικό» αυτό στυλ, που το γνωρίσαμε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας (με κάθε είδους προκλητικές δηλώσεις μητσοτακικών πρωτοπαλίκαρων απ’ τον Γεωργιάδη ως τον Κυρανάκη), είναι έκφραση μιας αποθρασυμένης νεοφιλελεύθερης αντίληψης που βλέπει ότι η κοινωνία τής επιτρέπει παντός είδους απρέπεια κι έτσι δεν νιώθει υποχρεωμένη να τηρήσει ούτε καν τους τύπους του κοινοβουλευτικού πρωτοκόλλου, έτσι για ξεκάρφωμα – εν προκειμένω την καρατόμηση κάποιου μεγαλόσχημου μετά από μια τεραστίων διαστάσεων φυσική καταστροφή. Ακόμα κι αν ο ανασχηματισμός-φάρσα που έγινε ένα μήνα αργότερα, απέπεμψε ή υποβάθμισε τους Χαρδαλιά και Χρυσοχοΐδη, επισήμως τονίστηκε πως «δεν είχε τιμωρητικό αλλά προωθητικό χαρακτήρα» και δεν σχετιζόταν με τις πυρκαγιές. Να σημειωθεί, δε, ότι η δημιουργία του περίφημου Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας, που υποτίθεται πως αποτελούσε τη βασική συμβολή του εν λόγω ανασχηματισμού, ήταν απλώς ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα για να πληγεί ο ΣΥΡΙΖΑ (μέσω της «μεταγραφής» του Ε. Αποστολάκη). Μόλις ο τελευταίος αποσύρθηκε, η κυβέρνηση απέσυρε και τα σχέδια για την ίδρυση του εν λόγω υπουργείου (επαναφέροντάς τα, στη συνέχεια, μπροστά στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν). Με άλλα λόγια, ακόμα κι εδώ το μόνο που ξέρει να κάνει το περιλάλητο επιτελικό κράτος είναι «επικοινωνία» και μικροκομματικός πόλεμος χαρακωμάτων.
Ιδού τι έγραψε τις ημέρες της πυρκαγιάς ο μουσικός Μιχάλης Δέλτα για νεοδημοκράτες[9] ακολούθους του λογαριασμού του στο Facebook: «νόμιζα πως ξεφύλλιζα παλιά τεύχη του περιοδικού ΝITRO. Καμία ανάρτηση για τις βιβλικές πυρκαγιές, όλοι ήταν τύπου marketing assistant, όλοι μάνατζερ, τεχνοκρατισμός, νεοπλουτισμός με κοκταίηλ σε λουξ σαλόνια ή παραλίες, κάτι αφηρημένες τέχνες και εικαστικά, όλοι με χαμόγελα και σέλφι στην κοσμάρα των πλουσίων που δεν δίνουν δεκάρα για τίποτα, φρύδια ανασηκωμένου ναρκισσισμού, παγερή αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, καμία ενσυναίσθηση, ανθρωπιά, κίνηση αλληλεγγύης. Λες και δεν ζούνε στον ίδιο κόσμο με τα γεγονότα» (ανάρτηση στο Facebook, 8/8/2021). Δυστυχώς για τη χώρα, η εκλογική πελατεία της ΝΔ δεν εξαντλείται σε αυτά τα προνομιούχα –ή wannabe προνομιούχα– στρώματα.
Δεν είναι, για παράδειγμα, μόνον οι πλούσιοι, όπως στους Θρακομακεδόνες και στη Βαρυμπόμπη ή παραδοσιακά «δεξιές» περιοχές (σαν τη Μάνη), αλλά και λαϊκές περιοχές, που, ενώ ψήφισαν ΝΔ το 2019 –συχνά ως αντίδραση στην απογοήτευση από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ– τώρα εξανίστανται και βρίζουν τον Μητσοτάκη (βόρεια Εύβοια, γύρω από την Ιστιαία, Ηλεία, Γορτυνία)[10]. Προφανώς η εξ αριστερών κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ περιέχει σημαντικές δόσεις αλήθειας: σηκώνοντας υπερβολικά τον πήχη των προσδοκιών που τελικά διεύψευσε, ο ΣΥΡΙΖΑ εμπέδωσε ακόμα περισσότερο ένα κλίμα κυνισμού και μηδενισμού, το οποίο εκ των πραγμάτων ευνοεί τις πιο διεφθαρμένες πολιτικές δυνάμεις, εν προκειμένω τη ΝΔ που αποτελεί πλέον μετεξέλιξη του παλιού δικομματικού κατεστημένου. Αντίστοιχα, σε μεγάλο βαθμό έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ που χρεώνει τη δημοσκοπική κυριαρχία της ΝΔ στις συνθήκες «μηντιακής χούντας» που βιώνει η χώρα. Εντούτοις –πράγμα που αδυνατεί, για δομικούς λόγους, να δει η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές (απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ ως τους αριστεριστές)– ο λαός δεν είναι μια άμορφη μάζα που μπορεί να διαμορφώνουν κατά βούληση ο Τσίπρας κι ο κάθε άλλος αρχηγός μεγάλου κόμματος ή πρωθυπουργός ή τα ΜΜΕ. Αντιθέτως, συνιστά ενεργό υποκείμενο της ιστορίας, έστω κι αν στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ενεργεί άνευ λόγου γνώσεως, με καθαρά ανορθολογικό και συχνά αυτοκαταστροφικό τρόπο – ειδικά σε περιοχές σαν την Ελλάδα οι οποίες ουδέποτε γνώρισαν τη χειραφετητική και δημοκρατική παράδοση των δυτικών χωρών, εντός των οποίων ο λαός όρθωσε ανάστημα ενάντια στην εκάστοτε εξουσία και κατέκτησε δικαιώματα κι ελευθερίες.
Η νίκη της ΝΔ το 2019 συνιστά κατεξοχήν δείγμα μιας τέτοιας αυτοκαταστροφικής λογικής. Για να εκφράσει την οργή του για τις διαψευσμένες ελπίδες, ένα κομμάτι της κοινωνίας ευθυγραμμίστηκε με τις γνωστές παρασιτικές μερίδες που αποτελούν παραδοσιακά εκλογική πελατεία της Δεξιάς, κι έφερε στην εξουσία ένα υπερχρεωμένο κόμμα, με βεβαρυμμένο παρελθόν διαφθοράς και κακοδιαχείρισης, του οποίου ηγείται ένας άεργος κι υπερχρεωμένος γόνος με στενότατες σχέσεις με το εγχώριο –και όχι μόνο– επιχειρηματικό κατεστημένο (από τη Siemens και τη Novartis μέχρι τον Μαρινάκη κι εφοπλιστές σαν τον Λασκαρίδη). Το λεγόμενο «αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» θρέφεται από ένα βαθύ μίσος για το κόμμα που κυβέρνησε λιγότερο κατά τη Μεταπολίτευση και (έστω, επειδή δεν είχε τον χρόνο) υπήρξε το λιγότερο διεφθαρμένο. Ταυτόχρονα δίνει μια άνευ προηγουμένου ασυλία σε μια κυβέρνηση που συστηματικά λεηλατεί τη χώρα και διαλύει τις όποιες δομές αξιοκρατίας δημιουργήθηκαν μετά κόπων και βασάνων εντός του τριτοκοσμικού νεοελληνικού κράτους, συχνά υπό την πίεση των επιβαλλόμενων μνημονιακών πολιτικών. Είτε πρόκειται για συμφεροντολόγους «κεντρώους», που απλώς πίστεψαν τις υποσχέσεις για μείωση φόρων και «ανάπτυξη», είτε για απογοητευμένα λαϊκά στρώματα, όλοι τους έβγαλαν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα χέρια.
Διόλου τυχαίο που το κοινωνικό «ξεμπούκωμα» που έλαβε χώρα με τα –έξοχα από σουρεαλιστικής απόψεως– «Μητσοτάκη ΓΑΜΙΕΣΑΙ» (αλλά και το πιο ακροδεξιό «Μητσοτάκη ΘΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΟΥΜΕ») και το οποίο συνιστά οδό αποφόρτισης μετά από 2 χρόνια πανδημίας και εγκλεισμών, μετεξελίχθηκε γρήγορα σε συνολική, απολιτίκ, απόρριψη των κομμάτων – είδαμε να κυκλοφορεί στα κοινωνικά δίκτυα μέχρι και εικόνα με τον Μητσοτάκη δίπλα στον Τσίπρα, συνοδευόμενη από το γράφημα «Δεν είναι αθώοι» (που κυκλοφόρησε αρχικά με αφορμή τη δίκη της Χρυσής Αυγής). Διόλου απίθανο η αντίδραση να πάρει ακροδεξιά χαρακτηριστικά που θα θυμίζουν τον οχλοκρατικό αντικοινοβουλευτισμό της «Πάνω» πλατείας Συντάγματος, κατά τη διάρκεια του Κινήματος των Πλατειών: συλλήβδην καταδίκη των «πολιτικών» ως «προδοτών», εθνοπατριωτικά συνθήματα, αναμεμειγμένα, πλέον, με την αντιεμβολιαστική παράνοια. Γι’ αυτό και στη συγκέντρωση που κάλεσαν αριστερίστικες οργανώσεις στο Σύνταγμα, στις 9 Αυγούστου, δεν υπήρξε η παραμικρή συμμετοχή της κοινωνίας, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις μετά τις πυρκαγιές του 2007. Πρόκειται για ξέσπασμα μικροαστικής οργής, προϊόν περισσότερο επίγνωσης ότι οι συμφεροντολογικές εκλογικές μας επιλογές αποδείχθηκαν λανθασμένες, παρά επιθυμίας για κοινωνική δικαιοσύνη. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο πως η ΝΔ θα βγει χαμένη από αυτή την εξέλιξη, καθότι ο ΣΥΡΙΖΑ –επειδή, εν προκειμένω, αποφεύγει, πολύ ορθά, να λαϊκίσει πάνω στ’ αποκαΐδια– αδυνατεί να δώσει σοβαρό πολιτικό περιεχόμενο και κατεύθυνση στη διάχυτη αγανάκτηση.
Τι είδους σχέση με τη φύση επιθυμούμε;
Βέβαια, η αντιστροφή της επιταχυνούμενης πορείας προς την οικολογική καταστροφή δεν περνά μέσα από την αλλαγή κυβερνώντος κόμματος. Το οικολογικό ζήτημα γίνεται πλέον όλο και πιο επείγον και είναι προφανές πως οι τραγωδίες που προμηνύονται πολύ δύσκολα θ’ αποφευχθούν. Ωστόσο, ενώ υπάρχει μια γενικότερη συναίνεση γύρω από την ιδέα οτι το σύγχρονο μοντέλο ζωής σπαταλά με γοργούς ρυθμούς τους φυσικούς πόρους κι εξαντλεί τις αντοχές της, δυσκολευόμαστε ακόμα να δεχθούμε πως η κουλτούρα που μας κληροδότησε ο βιομηχανικός καπιταλισμός (ανάπτυξη άνευ όρων και ορίων, πρόοδος της τεχνικής και της επιστήμης, συνεχής άνοδος του βιοτικού επιπέδου και αύξηση του γενικότερου κοινωνικού πλούτου), δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τα όρια της φύσης. Ούτε βέβαια ότι τ’ αποτελέσματα της μεταμοντέρνας, σύγχρονης μετεξέλιξης αυτής της κουλτούρας, τουτέστιν ένας συνδυασμός καταναλωτικής φρενίτιδας και χυδαίας ατομικίστικης ευδαιμονίας, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση ν’ αντισταθμιστούν από τα ημίμετρα των διεφθαρμένων και ανίκανων ελίτ, τις κατ’επίφαση οικολογικές πρωτοβουλίες άπληστων κατα βάθος επενδυτών και πολυεθνικών και τις άχαρες –βιομηχανικού άλλωστε τύπου– εγκαταστάσεις των ΑΠΕ.
Η κοινωνία συνεχίζει λοιπόν ν’ αντικρίζει το ζήτημα παραμένοντας εντός του ίδιου αξιακού πλαισίου στο οποίο αυτό δημιουργήθηκε. Παραμυθιαζόμαστε ότι η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από την ηλεκτροκίνηση θα μας απαλλάξει από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τη στιγμή που, αφενός, τα μέσα παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας είναι εξόχως αντιοικολογικά, τόσο στο στάδιο της κατασκευής όσο και κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους μα και μετά την απόσυρσή τους. Αφετέρου, καμία σοβαρή τεχνολογική καινοτομία ικανή να αντικαταστήσει δομικά τα ορυκτά καύσιμα ως αξιόπιστη πηγή ενέργειας –γενικότερα, αλλά και ηλεκτρικής ειδικότερα– δεν έχει παρουσιαστεί. Για παράδειγμα, ενα τέτοιου είδους επίτευγμα θα ήταν η εξαγωγή του υδρογόνου από το νερό χωρίς την προϊούσα χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες – όλες οι έρευνες προς την κατεύθυνση αυτή έχουν προσώρας αποτύχει. Έτσι βολευόμαστε με την αυταπάτη πως η επέκταση της χρήσης των νέων, «έξυπνων» και «καθαρών» τεχνολογιών σε όλους τους τομείς θα συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, τη στιγμή που οι συσκευές των τεχνολογιών αυτών αποτελούνται από εξαιρετικά ρυπογόνα υλικά και τα δίκτυα στα οποία συνδέονται είναι τρομερά ενεργοβόρα. Ή πως η αλλαγή ορισμένων καθημερινών μας συνηθειών θα συμβάλει στη μείωση του οικολογικού μας αποτυπώματος, τη στιγμή που φοράμε ρούχα που ράφτηκαν στο Βιετνάμ, τρώμε φρούτα που παρήχθησαν στην Αφρική, χρησιμοποιούμε ηλεκτρικά ποδήλατα και πατίνια που κατασκευάστηκαν (και πάλι από ρυπογόνα και σπάνια μεταλλεύματα) στην Κίνα και ομνύουμε στην παγκοσμιοποίηση και στο παγκόσμιο εμπόριο ως εγγυητές του επίγειου καταναλωτικού μας παράδεισου. Εξάλλου, η αναζήτηση μιας ισορροπημένης σχέσης με τη φύση σκοντάφτει σε μια σειρά αντιφάσεων της σύγχρονης κοινωνίας: Αποπροσανατολισμός της τεχνοεπιστήμης, παρακμή της καπιταλιστικής οικονομίας, πολιτική κρίση και εσωτερική αποσταθεροποίηση όχι μόνο ολόκληρων περιφερειών εκτός Δύσης αλλά ακόμα και εύρωστων δυτικών κρατών, υπερπληθυσμός, γεωπολιτικές συγκρούσεις με πολλαπλό περιεχόμενο (θρησκευτικό, οικονομικό, ελέγχου φυσικών πόρων).
Σημαίνουν όμως όλα αυτά πως πρέπει να εγκαταλειφθεί συλλήβδην η ιστορική πρόοδος (με ή χωρίς εισαγωγικά) που έχει κάνει η ανθρωπότητα, έστω και εάν αυτή επετεύχθη σε μια κατά βάση ανταγωνιστική σχέση με τη φύση; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να βασανίζει κάθε πολιτική δύναμη πραγματικά οικολογική, που αντιλαμβάνεται την οικολογία υπό το πρίσμα της από-ανάπτυξης: δηλαδή ως ριζικό μετασχηματισμό αλλά και περιορισμό των ακόρεστων αναγκών της σημερινής ανθρωπότητας. Εύκολα μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να παρεκτραπεί προς «βουκολικές» ονειροπολήσεις συνολικής απόρριψης της «βιομηχανικής κοινωνίας» και του «τεχνικού πολιτισμού». Κι όχι εντελώς άδικα, εξάλλου. Η σχέση των χωρικών της Βόρειας Εύβοιας, για παράδειγμα, με τον τόπο τους, με το δάσος και συνολικότερα με τη φύση είναι απείρως πιο οικολογική από εκείνη του αστικοποιημένου πληθυσμού. Ωστόσο, ακόμα και ο πιο μικρός ρητινοπαραγωγός ή μελισσοκόμος της Εύβοιας εξαρτά την αξιοπρεπή του διαβίωση πολύ περισσότερο από τα αγαθά της βιομηχανικής κοινωνίας και πολύ λιγότερο από τα αγαθά που του προσφέρουν τα δάση του τόπου του. Και ταυτόχρονα ξέρουμε πως πολλά από τα μοντέλα εναλλακτικής οργάνωσης του οικονομικού κύκλου μιας κοινότητας είναι όχι μόνο βασισμένα στις ευεργετικές κατακτήσεις της βιομηχανικής κοινωνίας αλλά αναγκάζονται να περιλάβουν πολλά από τα ρυπογόνα μέσα και δυνατότητες που μας προσφέρει αυτή, έστω και αν η χρήση που τους αναλογεί είναι δραστικά περιορισμένη[11].
Χρειαζόμαστε δηλαδή μια τεράστια δουλειά ανασύνθεσης των δυνατοτήτων που έχουν ήδη κατακτηθεί και δημιουργίας νέων, με τρόπο που θα λύνουν, τουλάχιστον, τα πιο επείγοντα και καίρια αδιέξοδα της σημερινής κοινωνίας. Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο, το οποίο, όπως έχουμε αναλύσει και σε άλλα κείμενά μας, αντιστοιχεί στην ανάδυση μιας νέας κουλτούρας και του σύστοιχού της νέου τύπου ανθρώπου[12]. Είναι εκείνο της ανάπτυξης μιας άλλης σχέσης με την κοινωνία, τη φύση και την ίδια την εμπειρία της ζωής. Είναι, για παράδειγμα, η ανάπτυξη μιας κουλτούρας λιτού βίου σ’ ένα πλαίσιο δημοκρατικό και εξισωτικό, μέσα από μια ηθελημένη πτώση του βιοτικού επιπέδου και την εγκατάλειψη πολλών ψευδεπίγραφων αναγκών (όπως το εξοχικό στην Αίγινα, η μηχανή υψηλού κυβισμού και τα ακριβά δείπνα, για τα οποία επίσης είναι γνωστός ο πρώην υπουργός που ‘χε μιλήσει περί «λιτού βίου»!), όπου οι απώτερες στοχεύσεις της ζωής, οι λόγοι για τους οποίους κανείς αξίζει να ζήσει και να κοπιάσει, να είναι άλλες από τη συσσώρευση πλούτου, νομαδικών-τουριστικών εμπειριών (που απαιτούν διαρκή μετακίνηση) και άψυχων μαραφετιών. Μιας κουλτούρας όπου η –άλλωστε ψευδεπίγραφη, όπως προσφάτως είδαμε– κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και στον κόσμο θ’ αντικατασταθεί από τον σεβασμό των ορίων και τον αυτοπεριορισμό. Μιας κουλτούρας εντός της οποίας η επιδίωξη για δύναμη, που σε μεγάλο βαθμό είναι εγγενής στον ανθρώπινο ψυχισμό και εν πολλοίς τροφοδοτεί την κοινωνική ανισότητα και τις γεωπολιτικές συγκρούσεις (κι αυτές με τη σειρά τους –μέσω της πρωτόγνωρης δυνατότητας πραγμάτωσης που έδωσε η νεωτερικότητα σε αυτές τις τάσεις παντοδυναμίας– φαινόμενα όπως η αλόγιστη σπατάλη φυσικών πόρων, η αύξηση του πληθυσμού, η ανεξέλεγκτη επέκταση της τεχνοεπιστήμης και των παραγωγικών δυνατοτήτων, η ανάπτυξη φονικών όπλων), θα μετριάζεται από μια ισορροπημένη διαχείριση του ανταγωνιστικού στοιχείου και του συγκρουσιακού χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων, θα διοχετεύεται προς άλλες, ενδεχομένως δημιουργικές κατευθύνσεις.
[1] Πρόκειται για τον διευθυντή του Global Fire Monitoring Center, καθηγητή Dr. Johann Georg Goldammer.
[2] «Όσο για την πυροσβεστική υπηρεσία, σύμφωνα με όσα είναι γνωστά εκτίμησε τις ανάγκες της γύρω στα 15 εκατομμύρια ευρώ. Από τον προϋπολογισμό που εκτελείται έλαβε μόλις 1,7 εκατομμύρια. Επίσης στην πυροσβεστική υπηρεσία υπάρχουν 4.000 κενές θέσεις, ενώ καλά κρατεί το σύστημα των εποχικών υπαλλήλων που επιστρατεύονται για να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Σύμφωνα επίσης με στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή κατά τη συζήτηση του τελευταίου προϋπολογισμού η Πυροσβεστική Ακαδημία ενισχύθηκε με το …υπέρογκο ποσό των 34.000 ευρώ ενώ δεκα χιλιάδες λιγότερα, 24.000 ευρώ, πήρε το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Διαχείρισης των Κρίσεων».
[3] Το κυνήγι των πολιτικών της αντιπάλων ακόμα και την ώρα της μάχης παρέμεινε πρώτη προτεραιότητα για την ελληνική Δεξιά, τη στιγμή μάλιστα που Έλληνες πολίτες σε όλες τις πληγείσες περιοχές χειροκροτούσαν τις ξένες πυροσβεστικές δυνάμεις σαν σωτήρες: τη στιγμή δηλαδή που η πρωτοφανής ανικανότητά της κυβέρνησης εξαφάνιζε ακόμα και τα ψήγματα κύρους που διαθέτει το ελληνικό κράτος στα μάτια των πολιτών του. Και παρά την αδυναμία τους ν’ αντιμετωπίσουν την καταστροφή, δεν κύρηξαν τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης προκειμένου να λάβουν την πολύ σημαντικότερη διεθνή συνδρομή που συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ακόμη και το επίσημο αίτημα για βοήθεια, στο πλαίσιο του σχετικού μηχανισμού της ΕΕ, εστάλη καθ’ όλες τις ενδείξεις με καθυστέρηση.
[4] Οι συγκεκριμένες καταγγελίες δεν αφορούν σε καμία περίπτωση ευφάνταστα σενάρια. Αρκετά δημοσιεύματα του οικονομικού τύπου κατά τους τελευταίους μήνες κατονόμαζαν την Εύβοια ως επενδυτικό Ελντοράντο για τις ΑΠΕ. Και βέβαια, δήμοι που καταστράφηκαν από τις φωτιές είχαν με απόφασή τους απορρίψει τις αδειοδοτήσεις της ΡΑΕ για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων στις περιοχές τους.
[5] Οι οποίοι, εν προκειμένω, έχουν εξαγοράσει τις μεγαλύτερες εγχώριες κατασκευαστικές εταιρίες κι έτσι παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά των ΑΠΕ. Το στοιχείο αυτό, φυσικά, καθιστά την Ελλάδα μπανανία με τη στενή έννοια του όρου, εφόσον φέρνει στο νου την οικονομική αποικιοποίηση της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής από τις αμερικανικές εταιρίες, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του όρου «δημοκρατία της μπανανίας [Banana republic]».
[6] Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η ακτογραμμή της Ελλάδας είναι τεράστια και οι θαλάσσιες εγκαταστάσεις θα γλίτωναν τα δάση, η επίγεια εγκατάσταση των ανεμογεννητριών προτιμάται λόγω του μικρότερου κόστους. Από την άλλη, η επίγεια εγκατάσταση, λόγω της πολυπλοκότητάς της, αποφέρει οφέλη και στους μεσάζοντες της επιτελικής μαφίας.
[7] Φημολογείται πως αυτή ακριβώς θα είναι και η μέθοδος κατασίγασης της λαϊκής οργής. Σκέρτσος και Αμυράς έχουν ξεκινήσει τις ινκόγκνιτο επισκέψεις στις πληγείσες περιοχές και μοιράζουν υποσχέσεις πρόσληψης στις εγκαταστάσεις των αιολικών πάρκων.
[8] Πρόκειται για τον νόμο 4865/2020 και την εφαρμοστική απόφαση της 4/7/2020 η οποία αίρει την αποδεικτική ισχύ όλων των δασικών χαρτών, κυρωμένων και μη, και μάλιστα αναδρομικά.
[9] «Διέγραψα από την προσωπική σελίδα μου περισσότερα από 300 προφίλ «φίλων» υποστηρικτών της Νέας Δημοκρατίας. Τα κοίταξα ένα ένα. Ποτέ δεν ήταν ενεργοί στη σελίδα, λες και τους έβλεπα για πρώτη φορά».
[10] Σε όλες τις πληγείσες περιοχές πρώτο κόμμα ήταν η ΝΔ στις εκλογές του 2019, με ποσοστά που κυμαίνονται από 55% (Θρακομακεδόνες) μέχρι 35% στην Αρχαία Ολυμπία. Μάλιστα στα Βίλια η πολιτική μεταστροφή του εκλογικού σώματος υπήρξε εντυπωσιακή, αφού έδωσε την πλειοψηφία στον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 με 37% και στη ΝΔ στις εκλογές του 2019 με 44%. Μόνη εξαίρεση, ο δήμος Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας, όπου πρώτος σε ψήφους ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
[11] Πολλά ορθολογικά μοντέλα παραγωγής ενέργειας από ήπιας ισχύος ΑΠΕ προβλέπουν και τη χρήση ορυκτών καυσίμων για τις δύσκολες μέρες. Απόλυτα λογικό μέτρο. Ετσι, όλη η αλυσίδα εξόρυξης, παραγωγής και διανομής τους θα πρέπει να παραμείνει, έστω και εξαιρετικά συρρικνωμένη, σχετικά άθικτη. Με δεδομένη όμως τη σημερινή φύση της, πώς θα παραμένει λειτουργική και αποτελεσματική αν δεν είναι σε μόνιμη λειτουργία;
[12] Βλ. «Το αγροτικό ζήτημα και οι ανθρωπολογικές προεκτάσεις του», Πρόταγμα, τεύχος 9, Ιούλιος 2016.
Δεν το διαβασα το κειμενο.Οχι ακομη.Θα το κανω με μεγαλη ευχαριστηση για ενα τοσο σημαντικο θεμα. Αλλα ουτε κουβεντα για το τεραστιο θεμα των εμβολιασμων και τα αντιστοιχα θεματα βιοηθικης,βιοπολιτικης κλπ που αναδυθηκαν? Για «το θεραπευτικο κρατος»,την «πανδημια»,την γενικευμενη απανθρωποιηση απο covid η με covid και αλλα πολλα.Μα τετοια σιγη?
Μην είσαι ανυπόμονος! Το κείμενο αυτό είναι για τις πυρκαγιές. Όλα τα υπόλοιπα που αναφέρεις τα πραγματευόμαστε στο επερχόμενο τεύχος του περιοδικού. Με μακροσκελέστατο Εντιτόριαλ (σπάμε κάθε ρεκόρ!) και κείμενο για την πανδημία. Δυστυχώς το τεύχος έχει καταλήξει χειρότερο κι απ’ το γιοφύρι της Άρτας, με απανωτές αναβολές στην έκδοσή του, αλλά καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ‘χει βγει μέχρι τα τέλη του μήνα. Ελπίζουμε αυτή τη φορά να τα καταφέρουμε!
Επιτέλους!
Γιατί τόσο καιρό τώρα, όχι μόνο γεννήθηκε το εγγονάκι αλλά όπου να ΄ναι χρονίζει κιόλας…
Παράθεμα: Αγάπη μου, εκκένωσα την χώρα! – manolisgvardis