*Απόσπασμα από το editorial του 12ου τεύχους του Προτάγματος
Σε αυτές τις περιπτώσεις που εκπορθείται ένα στρατηγικό σημείο των αντιπάλων, σημασία έχει η εξουδετέρωση. Αν στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη στήριξη «φιλίων» θέσεων, ακόμα καλύτερα. Η κατάληξη των ΜΜΕ στη Βενεζουέλα, όπου όλα πέρασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον Μαδούρο, διδάσκει πολλά. Είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός από το ίδιο κυβερνητικό επιτελείο που προσπάθησε ανεπιτυχώς να αλώσει τους τηλεοπτικούς σταθμούς, και για τις εφημερίδες.
Σάκης Μουμτζής[1]
Στήνουν καθεστώς Τσίπρα
Δ. Κρουστάλλη[2]
Είναι προφανές ότι ουσιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης παίζει η άνευ προηγουμένου μονοπώληση της μηντιακής στήριξης από πλευράς κυβέρνησης. Σύμφωνα με την έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για το 2020, η Ελλάδα τοποθετείται στις χαμηλότερες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης ως προς την ελευθερία του λόγου: 65η, με σκορ που την εντάσσει στην κατηγορία «προβληματική». Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα κι η έκθεση για την πολιτική πολυφωνία που παρέδωσε ο πρόεδρος του ΕΣΡ στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, τον περασμένο Δεκέμβριο, καταδεικνύει αυτή την κραυγαλέα και άνευ προηγουμένου –τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν– μονολιθικότητα. Δεδομένης της κρίσης του Τύπου αλλά και του γεγονότος πως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης (οι μεγαλύτερες ηλικιακά μερίδες της) ενημερώνεται σχεδόν αποκλειστικά από την τηλεόραση και δευτερευόντως από το ραδιόφωνο, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία του ελέγχου της τηλεοπτικής ροής – πολλώ δε μάλλον που στις ηλικιακές αυτές μερίδες ψαρεύει κρίσιμο μέρος των ψηφοφόρων της η ΝΔ.

Στα καθ’ ημάς η εφαρμογή του μοντέλου Όρμπαν-Μοραβιέτσκι διευκολύνεται από τις ιδιομορφίες της εγχώριας δημοσιογραφίας, τις οποίες σταθερά παραβλέπουν ακόμη κι όσοι καταγγέλλουν τούτη την προσπάθεια ελέγχου της πληροφορίας αλλά και τις διαπλεκόμενες σχέσεις Τύπου και πολιτικής εξουσίας. Είναι γνωστό πως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Δύση, οι δικές μας μεγάλες εφημερίδες αντί να προσφέρουν ενημερωτικά άρθρα και ρεπορτάζ, βρίθουν «επιφυλλίδων» και άρθρων γνώμης της γνωστής παρασιτικής «δημοσιογραφικής» ολιγαρχίας[3], η οποία βέβαια, καταχρηστικά χαρακτηρίζεται ως τέτοια, εφόσον σπανίως τα μέλη της έχουν εξασκήσει τα στοιχειώδη του δημοσιογραφικού επαγγέλματος (ρεπορτάζ, έρευνα, διασταύρωση πηγών). Το ίδιο μοντέλο ακολουθείται στην τηλεόραση –με τα περίφημα «παράθυρα», όπου οι μεγαλοδημοσιογράφοι αυτοί καλούνται ως σχολιαστές– και το ραδιόφωνο – με τις εκπομπές των ίδιων αυτών, διπλοθεσιτών και τριπλοθεσιτών μεγαλοδημοσιογράφων. Πλέον το «σχόλιο» και οι «γνώμες» όλων αυτών των πεφωτισμένων έμμισθων οργάνων παίρνουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή κουτσομπολιών κι εκλεπτυσμένου υβρεολογίου, κατά το παράδειγμα του διαβόητου καθήμενου κωμικού Στέφανου Κασιμάτη, του ψυχοπαθούς Πορτοσάλτε ή του παλαίμαχου Πρετεντέρη[4].
Σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα ο Τύπος γίνεται αντιληπτός ως ένα είδος καφενείου, όπου διακινούνται όχι πληροφορίες, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού, μα απόψεις. Βάσει τέτοιων «απόψεων» διαμορφώνει ο μέσος Έλληνας την αντίληψή του για τα πράγματα – όχι βάσει πληροφοριών αλλά βάσει των επιφυλλίδων ή άρθρων γνώμης των μεγάλων εφημερίδων, των σχολίων στα τηλεοπτικά παράθυρα και φυσικά των ραδιοφωνικών εκπομπών των διάφορων μεγαλοδημοσιογράφων. Αυτή η πολύμορφη παρουσία της (εντελώς κατευθυνόμενης) «γνώμης» εις βάρος της πληροφορίας συνιστά βασικό γνώρισμα των ΜΜΕ στην Ελλάδα κι είναι χαρακτηριστικό πως αναπαράγεται ακόμη και από τον «εναλλακτικό» και μη διαπλεκόμενο Τύπο[5]. Βασικό, δε, κομμάτι τούτου του εκτοπισμού της πληροφορίας χάριν της γνώμης είναι ο πολύ μικρός βαθμός πληροφόρησης για το τι γίνεται εκτός χώρας, μιας και το λεγόμενο «εξωτερικό δελτίο» του εγχώριου Τύπου είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο. Σε περιστάσεις όπως η σημερινή, κατά την οποία η χώρα αντιμετωπίζει μια παγκόσμιας εμβέλειας πανδημία, η έλλειψη πληροφόρησης για το τι συμβαίνει εκτός χώρας επιτρέπει στην ανενημέρωτη κοινή γνώμη να χάφτει το παραμύθι που της πουλά η κυβέρνηση – όπως συνέβη και με τον μύθο του περίφημου «success story» κατά τη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Όταν, δε, ένα κόμμα καταφέρει να ελέγχει ή να τα έχει σε τέτοιο βαθμό καλά με όλους αυτούς τους μεγαλοδημοσιογράφους, είναι προφανές πως ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίον ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα ο Τύπος ελέγχει την Εξουσία μόνο σε περίπτωση που τ’ αφεντικά του έχουν κάτι να της ζητήσουν. Αυτή η μαφιόζικη λογική του εκβιασμού συνιστά κομμάτι του γενικότερου ρόλου του: μιας μαφίας που προστατεύει την Εξουσία, στοχοποιώντας και σπιλώνοντας τους εκάστοτε αντιπάλους της κατά παραγγελία[6], στηρίζοντάς τη με κάθε τρόπο, όταν εκείνη συμπλέει με τα συμφέροντα των εκδοτών και των καναλαρχών.
Προφανώς και αυτά που εδώ περιγράφουμε συμβαίνουν λίγο-πολύ παντού στον κόσμο και συνέβαιναν και στην Ελλάδα πριν το 2019 (ή το 2015). Με τις δύο ακόλουθες, πολύ κρίσιμες διαφορές όμως: αφενός, παλιότερα η λογική αυτή δεν έπνιγε την ελευθερία της πληροφορίας, εφόσον δεν υποτασσόταν το σύνολο του εκάστοτε μέσου στην προώθηση της κεντρικής γραμμής (κι έτσι μπορούσε, π.χ., να υπάρχει η Ακρίτα στα Νέα ή να μη διαγράφονται από τις ιστοσελίδες των μέσων άρθρα ή και ολόκληρη η αρθρογραφία δημοσιογράφων που απολύθηκαν ή αποχώρησαν[7])· αφετέρου, ποτέ το σύνολο των μεγάλων ΜΜΕ δεν υποστήριζαν –και μάλιστα με τόσο εξόφθαλμο τρόπο– την ίδια, μοναδική γραμμή, εφόσον κάθε μεγάλο κόμμα είχε τον δικό του φίλα προσκείμενο Τύπο – πράγμα που συμβαίνει σε όλες τις δυτικές χώρες. Από το 2010 όμως, με τη διαίρεση της κοινωνίας σε μνημονιακό κι αντιμνημονιακό τόξο (ή «αντιλαϊκισμό» και «λαϊκισμό»), και τη συμπόρευση των δύο παραδοσιακών πόλων του δικομματισμού, εμφανίστηκε η πλήρης συμπόρευση των δεξιών μέσων μ’ εκείνα που παραδοσιακά υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα πλέον τούτα τα τελευταία, μετά και την εξαγορά τους απ’ τον Μαρινάκη, ν’ αποτελούν τα πιο φανατικά στηρίγματα της ΝΔ.
[1] «Μαύρο σκοτάδι ετοιμάζουν για τον Τύπο και τα ΜΜΕ», liberal.gr, 23/1/2017.
[2] «Στήνουν καθεστώς Τσίπρα», Το Βήμα, 2/7/2016. Ως γνωστόν, η Κρουστάλλη απολύθηκε από το Βήμα μετά από παρέμβαση Μητσοτάκη, επειδή τόλμησε να γράψει για τα περίφημα διπλά βιβλία καταγραφής κρουσμάτων του ΕΟΔΥ. Στο σημείωμα με το οποίο ανακοινώνει την αναγκαστική της παραίτηση στο Facebook εγκωμιάζει τον Β. Μαρινάκη και τα χώνει στον ΣΥΡΙΖΑ.
[3] Μανδραβέληδες, Ζούλες, Παπαχρήστοι αλλά και νεότερα φρούτα, συνήθως συμπλεγματικοί και υστερικοί κάθε είδους, τύπου Κανέλη και Μουμτζή.
[4] Διόλου τυχαίο, βέβαια, που βασικό κομμάτι της ρητορικής των κύκλων αυτών ήταν παλιότερα οι επιθέσεις κατά της ΕΡΤ, η οποία είναι το μόνο κανάλι (μαζί μ’ εκείνο της Βουλής) που προβάλλει προγράμματα ικανά να διευρύνουν τις προσλαμβάνουσες του τηλεθεατή (από ταινίες του παγκόσμιου, μη εμπορικού, σινεμά μέχρι ντοκιμαντέρ, «επίκαιρα», εκπομπές καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ύλης). Να σημειωθεί ότι διόλου τυχαίο δεν είναι που η νεοδημοκρατική διοίκηση της ΕΡΤ προσπαθεί να τη μετατρέψει σε ιδιωτικό κανάλι (με λάιφσταϊλ εκπομπές με την Κ. Ζυγούλη και τη Ν. Μπουλέ, επί παραδείγματι).
Κατά τα άλλα, το περίφημο ντοκιμαντέρ της ελβετικής τηλεόρασης για τη Νοβάρτις ή οι αποκαλύψεις της δημόσιας τηλεόρασης της Δανίας για τη συμμετοχή της χώρας στην παρακολούθηση της Μέρκελ και άλλων Ευρωπαίων ηγετών από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν θα έπρεπε να μας κάνουν τέτοια εντύπωση. Στις σοβαρές δυτικές χώρες όλα τα κρατικά κανάλια προβάλλουν σε σταθερή βάση τέτοια ερευνητικά ρεπορτάζ ή ντοκιμαντέρ (είτε πρόκειται για το BBC, είτε για την Deutche Welle, είτε για το Arte, τα κανάλια της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης κ.ο.κ.), που πολύ συχνά βάζουν στο στόχαστρό τους κορυφαία στελέχη του πολιτικού προσωπικού και των επιχειρηματικών κύκλων των χωρών αυτών όπως επίσης και βασικούς κρατικούς θεσμούς και δομές. Στην Ελλάδα, αντίθετα, ερευνητική δημοσιογραφία θεωρούνται οι εκπομπές δημοσιογράφων με επαφές με τον αμερικανικό παράγοντα όπως ο Παπαχελάς, ο Φ. Παπαθανασίου και ο Ιγνατίου. Για να κάνει κανείς πραγματική –ή, έστω, στοιχειώδη– ερευνητική δημοσιογραφία πρέπει να μην ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κλάδου και να είναι αριστερός (Αυγερόπουλος, Χαρίτος κ.λπ.). Να σημειωθεί πως η ΕΡΤ έδιωξε τους δύο τελευταίους, ενώ διατηρεί σούργελα τύπου Βίκυς Φλέσσα. Μια ακόμα πτυχή του φαινομένου κατέδειξε η περίφημη συνέντευξη-Βατερλό του Χ. Θεοχάρη στο BBC: μέσα στις δυτικές χώρες οι δημοσιογράφοι ελέγχουν τους υπουργούς και την εκάστοτε κυβέρνηση, δεν τους λιβανίζουν όπως στα καθ’ ημάς.
[5] Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις «εναλλακτικές» ιστοσελίδες Athens Voice και Lifo οι οποίες, παρά το γενικότερο προφίλ τους και το ενδιαφέρον για πολιτιστικά θέματα και την εκλεπτυσμένη κατανάλωση, σε πλήρη αντίθεση με τα δυτικά αντίστοιχα έντυπα, κάνουν πολιτική μέσω δημοσίευσης πλήθος άρθρων γνώμης αλλά και των εκδοτικών σημειωμάτων τους. Διόλου τυχαίο που διολισθαίνουν σταθερά προς τα δεξιά, σ’ επίπεδο απόψεων, ενώ εσχάτως έφτασαν να φιλοξενούν και σκανδαλοθηρικού τύπου άρθρα. Βλ. π.χ. το άρθρο της Β. Σιούτη, «Η ποδηλατάδα του Μητσοτάκη στην Πάρνηθα και η βίλα του Τσίπρα στο Σούνιο» (http://www.lifo.gr, 8/12/2020) όπου αναπαράγονται, διανθισμένα με κακεντρεχείς ειρωνείες, λες και πρόκειται για αναδημοσίευση κυβερνητικού non paper, τα σενάρια για το σπίτι του Τσίπρα στο Σούνιο, τις φιλίες του με εφοπλιστές, τα κότερα κ.ο.κ. Κάνει δουλειά κι εδώ η «λίστα Πέτσα»!
Και μιας και αναφερθήκαμε σε τούτη τη διαφορά μεταξύ των πιο «ουδέτερων» σε στενά πολιτικό επίπεδο δυτικών weeklies και των πολιτικοποιημένων ελληνικών τους αντιστοίχων, αξίζει να σημειώσουμε πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ελληνικά κακέκτυπα του New York Review of Books και του London Review of Books: ενώ τα δύο αυτά βιβλιοκριτικά έντυπα παγκοσμίου κύρους είναι γενικώς «αριστερά», με την ευρεία έννοια του όρου, ποτέ δεν υιοθετούν κάποια συγκεκριμένη «γραμμή»∙ αντιθέτως, τα ελληνικά τους αντίστοιχα, το The Athens Review of Books και το The Books Journal διευθύνονται από νεοφιλελεύθερους ταλιμπάν σαν τον Μ. Βασιλάκη και τον –κρατικοδίαιτο (πρώην Αθήνα 9.84, νυν ΕΡΤ)– Ηλία Κανέλλη.
[6] Χαρακτηριστική η ομοβροντία ενάντια στην Ε. Ακρίτα μετά την παραίτησή της από τα Νέα, τον περασμένο Δεκέμβρη.
[7] Η πρώτη περίπτωση αφορά τη Δ. Κρουστάλλη, της οποίας το επίμαχο άρθρο για το χάος ως προς την καταμέτρηση των κρουσμάτων εξαφανίστηκε ως διά μαγείας το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου, λίγες ώρες μετά τον εξαναγκασμό της σε παραίτηση. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή του Θ. Χειμωνά, ο οποίος αποχώρησε από το liberal.gr λόγω διαφωνιών ως προς το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε το αρχείο με το σύνολο της αρθρογραφίας του!