Το επιτελικό παρακράτος

*Αποσπάσματα από το Editorial του 12ου τεύχους του Προτάγματος.

Νεοφιλελευθερισμός, το ανώτατο στάδιο της κλεπτοκρατίας

Η χώρα έχει ανάγκη από μια πολιτική ανόρθωσης, η οποία όχι απλώς θα θεράπευε τις πληγές τούτης της δεκαετούς πλέον κρίσης, μα θα προσπαθούσε επίσης ν’ ανακόψει τον προϊόντα μαρασμό της (σ’ επίπεδο οικονομικό, δημογραφικό, πνευματικό και γεωπολιτικό). Κι όμως, το μόνο που κάνει η σημερινή κυβέρνηση είναι να υιοθετεί ξεπερασμένες νεοφιλελεύθερες συνταγές της συμφοράς προκειμένου να επιτρέψει στην οικονομική ολιγαρχία –αλλά και σε μικρότερης εμβέλειας συμφέροντα– ν’ αλώσουν πλήρως το κράτος: ξήλωμα της όποιας στοιχειώδους φιλεργατικής νομοθεσίας πέρασε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησής του (δήλωση υπερωριών, συλλογικές συμβάσεις, αιτιολογία απόλυσης, αυστηροποίηση πλαισίου για την αδήλωτη εργασία) και προώθηση ρυθμίσεων που δεν πέρασαν ούτε κατά τα μνημονιακά χρόνια, φοροαπαλλαγές για τα υψηλά εισοδήματα, περιορισμός του ρόλου μιας σειράς ελεγκτικών μηχανισμών, χαλάρωση των ποινών για εγκλήματα «λευκού κολλάρου», σωρεία απευθείας και «φωτογραφικών» αναθέσεων υπό το πρόσχημα του υγειονομικού κατεπείγοντος, διάσωση ιδιωτικών εταιρειών δίχως ανταλλάγματα[1] και γενικότερη επίκκληση της πανδημίας με σκοπό την περαιτέρω συρρίκνωση του δυσλειτουργικού και ατροφικού Δημοσίου.

Κι όλα αυτά υπό την επίσημη «κασέτα» περί ιδιωτικών πανεπιστημίων, ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καινοτομίας κ.ο.κ. Η οποία ιδιωτική προβατοβουλία (για να θυμηθούμε και τον μακαρίτη τον Πανούση) τα έχει κάνει θάλασσα: από τις μάσκες-αλεξίπτωτα στα σχολεία, τον Σεπτέμβριο του 2020, μέχρι το πολύ αργό –πλην όμως πανάκριβο!– ίντερνετ που δυσχέραινε την τηλεργασία, τα προβληματικά λογισμικά της τηλεκπαίδευσης, τις απαρχαιωμένες ιδιωτικές κλινικές, αλλά και τις εταιρείες κούριερ ή μεγάλα πολυκαταστήματα που «κλάταραν», καθώς δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τον όγκο των παραγγελιών κατά την περίφημη Μαύρη Παρασκευή που οι ίδιοι διαφήμιζαν με θέρμη.

Αν ο νεοφιλελευθερισμός ευνοεί εν γένει την εργοδοτική ασυδοσία και τη μαφιοζοποίηση μεγάλων τομέων της οικονομίας (μέσω της χαλάρωσης της κρατικής εποπτείας στο χρηματοοικονομικό σύστημα και σε άλλους τομείς της οικονομίας), σε μια δομικά διεφθαρμένη οικονομία όπως η ελληνική μάς επαναφέρει στις πιο ακραίες μορφές μπανανίας, επισημοποιώντας τη μετατροπή της χώρας σε τσιφλίκι της λματ και των αετονύχηδων «επενδυτών» παντός είδους. Εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε με ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας, διεφθαρμένων πρακτικών και παροιμιώδους ανικανότητας. Απώτατος στόχος, βέβαια, είναι να προστατευθεί η λούμπεν οικονομική ολιγαρχία της χώρας, ώστε να μην επωμιστεί ούτε και κατ’ ελάχιστον ένα μέρος του κόστους της συνεχιζόμενης κρίσης. Και προκειμένου να μην της ζητήσει έστω και την ελαχιστότατη τέτοια παραχώρηση, η ΝΔ δεν διστάζει να θυσιάσει τη χώρα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ε. Μακρόν, τον οποίο νομίζει πως μιμείται ο αποτυχημένος και συμπλεγματικός γόνος που έχουμε για Πρωθυπουργο, ανέστειλε μέχρι την έξοδο από την πανδημική κρίση τις «φιλόδοξες» κοινωνικές κι οικονομικές μεταρρυθμίσεις για τις οποίες εξελέγη (με πρώτο και καλύτερο το συνταξιοδοτικό και την «εξυγίανση» της EDF, της γαλλικής ΔΕΗ). Αντιθέτως, ο καρνάβαλος του οποίου άρχει ο εν λόγω γόνος χρησιμοποίησε το χάος της πανδημίας ως ευκαιρία για την προώθηση μεταρρυθμίσεων οι οποίες εφαρμόζονται από την επομένη της κύρωσης του εκάστοτε νομοσχεδίου, με αποτέλεσμα ν’ αλλάζει στο μέσο της σχολικής χρονιάς μέχρι κι ο τρόπος εισαγωγής στα πανεπιστήμια! Παντού ο ίδιος ζήλος να εξυπηρετηθούν συμφέροντα κάθε είδους και να ξεπληρωθούν γραμμάτια. Πρόκειται για την πιο σκληρά, εξόφθαλμα κι απενοχοποιημένα ταξική κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες, ακριβώς επειδή πρέπει η ολιγαρχία να μη δώσει ούτε το ελάχιστο ξεροκόμματο στην κοινωνία μετά από 12 χρόνια οικονομικής καταβαράθρωσης. Πρέπει, με άλλα λόγια, οι μνημονιακές πολιτικές να μετατραπούν σε μόνιμη πολιτική, και η χώρα να μετατραπεί σταδιακά σε χώρα ανατολικοευρωπαϊκού τύπου – τόσο σ’ επίπεδο πολιτικών ελευθεριών όσο και σ’ επίπεδο βιοτικού επιπέδου. Εξ ου κι η συνειδητή επιλογή να μη δοθούν καθόλου χρήματα για τη στήριξη του ΕΣΥ αλλά και της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας: όχι μόνο το περίφημο «μαξιλάρι» υπάρχει και παραμένει ανέγγιχτο (βλ. δήλωση Γεωργιάδη), μα και τα όσα λίγα χρήματα δόθηκαν, ήδη το κράτος τα πήρε πίσω, σύμφωνα με τον Σταϊκούρα.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ με μέσο καθαρό μισθό σε χαμηλότερο επίπεδο του 2010, ενώ σύμφωνα με αντίστοιχα της ΕΛΣΤΑΤ, «πριν τη διάθεση των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας εκτοξεύεται στο 49,6%, δηλαδή υπό απειλή βρίσκεται ένας στους δύο πολίτες της χώρας». Με άλλα λόγια, μηδαμινοί μισθοί κι ένα κρίσιμο κομμάτι της κοινωνίας να συντηρείται με συντάξεις κι επιδόματα, με την ανεργία των νέων σε δυσθεώρατα ύψη («για το 2020, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην Ε.Ε. με ποσοστό 25,9% […]. Συγκεκριμένα, μία στις τρεις νέες και ένας στους πέντε νέους ηλικίας 20-34 ετών παραμένουν αδρανείς ταυτόχρονα στην εκπαίδευση και στην εργασία»). Ακούγεται γελοίο να διαλαλεί κανείς ότι η διαλυμένη αυτή οικονομία θα «εκτοξευθεί» (Σκέρτσος). Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για οιονεί σαδιστική προκλητικότητα, αν αναλογιστεί κανείς ότι, παρά τις πρόσφατες φιέστες του Μητσοτάκη στην Ακρόπολη, έρχονται μέτρα σκληρής λιτότητας από το 2022. Τα προβλέπει το «το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2022- 2025», που ο ίδιος έστειλε στις Βρυξέλλες: τρεις χρονιές συνεχόμενων πλεονασμάτων, τα οποία όλοι γνωρίζουμε πώς θα επιτευχθούν…

«Με εντολή Μητσοτάκη»: ο επιτελικός καρνάβαλος κι ο Βασιλιάς του

Μετατρέπουμε το καλοκαίρι σε καιρό σποράς της φροντίδας, ώστε το φθινόπωρο να γίνει η άνοιξη της ελπίδας και να ανατείλει μέσα στο χειμώνα, μέσα στο χειμώνα του 2020, και στην άνοιξη του 2021, ο ζεστός ήλιος της ανάπτυξης.

Κ. Μητσοτάκης

(Βουλή, 15/6/2020)

Αν, πέραν τούτης της στενότατης πρόσδεσης με τη λούμπεν οικονομική ολιγαρχία της χώρας, λάβουμε υπόψη και την ιδεολογικού τύπου υποτίμηση της εργασίας, από πλευράς των τεχνοκρατών «σοφών» τύπου Πισσαρίδη, αυτή η κυβέρνηση θυμίζει τις δεξιές, αμερικανοκίνητες κυβερνήσεις των χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής: αμερικανοθρεμμένοι χαρτογιακάδες, γόνοι πλούσιων οικογενειών, με πτυχία οικονομικών απ’ τα μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια κι ένα τουπέ ως τον Θεό, εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές-σοκ στις καταρρέουσες και διεφθαρμένες οικονομίες των χωρών τους, προκειμένου να ευνοήσουν τα μεγάλα συμφέροντα και τους τοπικούς φυλάρχους και ραντιέρηδες κάθε είδους. Ο επιδεικτικός νεοπλουτισμός του πρωθυπουργικού ζεύγους, με τα διαρκή ταξίδια αναψυχής στο εξωτερικό, τις διακοπές, το μότο-κρος μέσα σε εθνικούς δρυμούς, την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και τις σχέσεις με offshore εταιρείες, εντείνει ακόμα περισσότερο τούτη την εικόνα.

Πίσω, βέβαια, από τη βιτρίνα του ανέμελου γόνου, χαρά γεμάτου happy traveller υπάρχει μια σκοτεινή ομάδα εξουσίας μπλεγμένη με όλες τις μείζονες υποθέσεις που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη τον τελευταίο χρόνο: από τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη (με τη γνωστή παρέμβαση Σκέρτσου) και την προσπάθεια συγκάλυψης της δράσης του παιδεραστή και παιδοβιαστή Λιγνάδη, μέχρι τις σχέσεις με τον Φουρθιώτη (και τις προεκτάσεις της υπόθεσης με τους φόνους Καραϊβάζ και Μπερδέση) και την περίπτωση του δολοφόνου της Καρολάιν[2]. Μια τάση γενικευμένης συγκάλυψης, που αφήνει να πλανώνται υποψίες για σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, που προκαλεί αναγούλα σ’ οποιονδήποτε δεν έχει αντι-αριστερές και άλλες εμμονές.

Αυτό είναι, σε κάθε περίπτωση, το πολυθρύλητο «επιτελικό κράτος» – χαρακτηριστικό δείγμα τούτης της νεοφιλελέ αποκρουστικής ιδιογλώσσας με την οποία συνεννοούνται οι εξ απορρήτων του Πρωθυπουργού. Υποτίθεται, λοιπόν, πως το κράτος αυτό συνιστά ευέλικτο και λειτουργικό μόρφωμα, απαλλαγμένο απ’ τα βαρίδια και τη γραφειοκρατία του παρελθόντος, έτοιμο να συνδράμει τον ιδιωτικό τομέα στην επιτέλεση του αναπτυξιακού θαύματος που θ’ απογειώσει τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Έχουμε αναλύσει, με παλιότερη αφορμή, πώς, εντός της σύγχρονης παρακμής του δυτικού κόσμου, η ρητορεία περί αριστείας και τεχνοκρατοσύνης συνιστά κατά βάση τον φερετζέ μιας νέας εκδοχής, διπλωματούχου και τιτλούχου διαφθοράς, η οποία στις καλύτερες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται απλά από παροιμιώδη ανικανότητα[3]. Αν αυτά ισχύουν για τις δυτικές χώρες, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την κωμική απομίμηση ακόμη και τούτου του φιάσκου, που βιώνουμε στην Ελλάδα (όπου, ειρήσθω εν παρόδω, τη ρητορική της τεχνοκρατικής αριστείας την υιοθετεί η Δεξιά, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εντός της Δύσης).

Επισήμως έχουμε να κάνουμε με πολυπληθή κυβερνητικά σχήματα, ώστε να ταΐζονται πλήθος κηφήνες κάθε είδους (από υπουργούς μέχρι μετακλητούς). Πίσω από αυτά κρύβεται ένα εντελώς συγκεντρωτικό μόρφωμα: η λουδοβίκεια Αυλή των εμπίστων ενός πρωθυπουργού που έχει συγκεντρώσει υπό τον άμεσο προσωπικό του έλεγχο πλήθος αρμοδιοτήτων[4] και κυβερνά, μέσα στην πιο πλήρη αδιαφάνεια, με «τεχνοκράτες» οι οποίοι δεν προέρχονται καν από το ίδιο του το κόμμα, με προσωπική «μυστική διπλωματία», αντικαθιστώντας τους ίδιους του τους υπουργούς από έμπιστους «σκιώδεις υπουργούς» και νομοθετώντας διαρκώς με fasttrack διαδικασίες. Αφού πρώτα τούτο το μόρφωμα τα έκανε μπάχαλο στην πρώτη κρίση που κληρονόμησε (αυτή του μεταναστευτικού), έδωσε τελικά διαπιστευτήρια παροιμιώδους ανικανότητας σε μια κατεξοχήν ευκαιρία που είχε για να λάμψει διά της υποτιθέμενης αριστείας του: την αντιμετώπιση της πανδημίας.

[…]

«Ανομία», αστυνομοκρατία και α λα καρτ νομιμότητα

Ο σχεδιασμός άνωθεν είναι να χτυπηθεί πρώτα το πολιτικό και κοινωνικό έγκλημα στα Εξάρχεια, και μετά το ποινικό.

Το ζήτημα της «ανομίας» είναι ιδιαζόντως ενδεικτικό του βαθύτατα παρασιτικού χαρακτήρα της ελληνικής Δεξιάς, της νοοτροπίας του ακροατηρίου της αλλά και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική: ως μείγμα πολιτικών βολέματος και καταλήστευσης του κράτους, από τη μια μεριά, και συμβολικού τύπου κινήσεων και νομοθετημάτων, από την άλλη, με στόχο τη διατράνωση της περίφημης «συντηρητικής» ατζέντας. Η «νομιμότητα» επιβάλλεται –με σκηνοθετημένη πυγμή, μάλιστα!– μόνο σε ζητήματα που δεν άπτονται των οικονομικών συμφερόντων της ολιγαρχίας αλλά και της ευρύτερης εκλογικής πελατείας της Δεξιάς (όπως η φοροδιαφυγή, η μνημειώδης διαφθορά συγκεκριμένων κλάδων, η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων από πλευράς μικροαφεντικών κ.λπ.) ή σε ζητήματα συμβολικής σημασίας, όπως, εν προκειμένω το «πολιτικό έγκλημα». Γι’ αυτό ανασύρθηκε απ’ τη φορμόλη, προκειμένου να χριστεί υπουργός ΠΡΟ-ΠΟ, ένας μονομανής πρώην υπουργός, με παροιμιώδεις γκάφες στο βιογραφικό του[5], εμμονικός με την «τρομοκρατία», που θεωρεί ότι η αντιπαράθεση με τα εντελώς παρακμιακά απομεινάρια του πάλαι ποτέ αναρχικού «Χώρου» συνιστά ύψιστη κρατική προτεραιότητα και ζήτημα τιμής για την ΕΛΑΣ, σε φάση, μάλιστα, πλήρους διανοητικής κατάρρευσης[6]· γι’ αυτό επίσης ανασύρθηκαν από τη φορμόλη όχι μόνον ο ίδιος μα κι η υπόθεση της Μαρφίν, γι’ αυτό επεβλήθη απαγόρευση συναθροίσεων κατά τη 17η Νοεμβρίου και την 6η Δεκεμβρίου, γι’ αυτό δημιουργείται «Αστυνομία πανεπιστημίων» και υλοποιείται «εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ» της ΕΛΑΣ εν μέσω υγειονομικής κρίσης (και εις βάρος των αναγκών δασοπυρόσβεσης της χώρας). Είναι χαρακτηριστικό πως τούτη η στροφή στην αστυνομοκρατία συνιστά συνειδητή επιλογή κι όχι συνέπεια κοινωνικών, δημοσκοπικών ή άλλων πιέσεων[7]. Αποτελούσε προτεραιότητα της κυβέρνησης ήδη πριν τον κορωνοϊό και τις δυνάμει εκρηκτικές, σε κοινωνικό επίπεδο, οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Γι’ αυτό κι ο ιπποκόμος του Σερίφη με τη μάνικα δηλώνει ότι «υφίσταται ακόμη και σήμερα, μισόν αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση, μια λανθασμένη αντίληψη από τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που συνηθίζουν να καταγγέλλουν την Αστυνομία ότι ασκεί αντιδημοκρατικό αυταρχισμό. Επίσης υφίσταται μια λανθασμένη αντίληψη ειδικά στην Αριστερά, όπου οι καταγγελίες για υπέρμετρη άσκηση αστυνομικής βίας λειτουργούν ως βάση νομιμοποίησης της επαναστατικότητας»: και εδώ στόχος είναι η ιδεολογική αντεπίθεση στα καθιερωμένα αριστερά και μεταπολιτευτικά αφηγήματα.

Όπως και στην περίπτωση του ιδεολογήματος περί «ασφάλειας», πηγές ανασφάλειας για τον πληθυσμό θεωρούνται οι αναρχικοί και οι «καταλήψεις», όχι όμως η παντελής έλλειψη υγειονομικής θωράκισης της χώρας απέναντι στην πανδημία, τις πυρκαγιές ή τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών της μαφίας μέρα μεσημέρι. Αντίστοιχα, σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας το μόνο που προκαλεί τις γνωστές δεξιές υστερίες είναι η άφιξη παράνομων μεταναστών κι όχι οι βόλτες των τουρκικών ερευνητικών σκαφών στο Αιγαίο ή η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Και όλα αυτά υπό μια κυβέρνηση που εν ονόματι της νομιμότητας όχι απλώς κάνει τα χατίρια της ολιγαρχίας, στα πλαίσια της πατροπαράδοτης «διαπλοκής», πρεμβαίνοντας συστηματικά στη Δικαιοσύνη (από την υπόθεση Νοβάρτις και την παρέμβαση Σκέρτσου κατά τη δίκη των δολοφόνων και βιαστών της Ε. Τοπαλούδη, ως την υπόθεση Ινδαρέ[8]), μα αφήνει το κράτος και τους μηχανισμούς του βορά σε κάθε είδους παραβατικότητα, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει –ή να παράσχει κάλυψη σε μηχανισμούς της που εξυπηρετούν- ακόμα και τον Λιγνάδη, τον Φουρθιώτη ή τον συζυγοκτόνο Αναγνωστόπουλο. Πράγματα πρωτόγνωρα που μαρτυρούν την πλήρη διάλυση του ήδη δυσλειτουργικού και διεφθαρμένου νεοελληνικού κράτους. Επόμενο είναι, μέσα σε αυτό το κλίμα γενικευμένης ανομίας, ο ανώτατος Επιτελάρχης της χώρας με την οικογένειά του να καταπατούν φόρα παρτίδα ακόμη και τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας εν καιρώ πανδημίας, και οι διάφοροι σταβλάρχες του να αλλάζουν το υγειονομικό πρωτόκολλο προκειμένου να ταιριάζει με τις πρωθυπουργικές παρανομίες[9]!

Ποτέ ξανά Αριστερά

Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο: μετά από 5 χρόνια που κυβέρνησε για πρώτη φορά μετά το 1981 μια πολιτική δύναμη εκτός του παραδοσιακού δικομματικού κατεστημένου, το τελευταίο επανέρχεται πλέον δριμύτερο και πεινασμένο. Η καλλιέργεια κλίματος υστερίας πριν και κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η διάδοση χυδαιοτήτων για τον Τσίπρα αλλά και η πρωτοφανής συστράτευση των ΜΜΕ πίσω από τη σημερινή κυβέρνηση δείχνουν πόσο ασύδοτη είναι η εγχώρια ολιγαρχία: αντιμετώπισε μια κατ’ όνομα αριστερή κυβέρνηση, η οποία εφάρμοσε μνημόνια, σα να επρόκειτο για τους Μπολσεβίκους που ήταν έτοιμοι ν’ απαλλοτριώσουν τις βίλες και να εθνικοποιήσουν τις εταιρίες τους! Η καταφυγή σε πρακτικές μετεμφυλιακού ύφους δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αντιληπτός σαν την ΕΔΑ του δευτέρου μισού της δεκαετίας του ‘50 (τότε που ο Καραμανλής έστησε τις περίφημες «εκλογές βίας και νοθείας», προκειμένου να την εκτοπίσει από την αξιωματική αντιπολίτευση) ή το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 (τότε που η Δεξιά διέδιδε πως ο Παπανδρέου είναι τρομοκράτης). Το γεγονός ότι, παρ’ όλο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση κοινωνικές δυνάμεις συγκρίσιμες μ’ εκείνες που είχαν εκφραστεί στην άνοδο της ΕΔΑ κατά τη δεκαετία του ’50 αλλά και –κυρίως του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, η ολιγαρχία τον πολεμά με τέτοιο μένος, δείχνει πόσο λίγο μπορεί να ανεχτεί την άνοδο στην εξουσία ενός κόμματος εκτός του παραδοσιακού και ελεγχόμενου πολιτικού κόσμου. Έστω κι αν δεν πρόκειται διόλου για κόμμα με πρόγραμμα ριζοσπαστικών κοινωνικών αλλαγών!

Η νέα κυβέρνηση ήρθε για να ελέγξει πλήρως το κράτος, και γι’ αυτό διορίστηκαν παντού όχι «πρόσωπα κοινής αποδοχής» αλλά μπιστικοί του νέου Πρωθυπουργού – από την ΕΥΠ ως την ΕΡΤ και τα λογής Υφυπουργεία, κατά κανόνα παρασιτικοί διαφόρων κατηγοριών, με πλαστά πτυχία και πειραγμένα βιογραφικά[10]. Πρόκειται, ουσιαστικά, για εφαρμογή του σχεδίου σύμφωνα με το οποίο «ο Κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές».


[1] Όπως στην περίπτωση της Aegean. Ας αντιπαραβληθεί η περίπτωσή της με αυτή της Lufthansa, την οποία το γερμανικό κράτος στήριξε με 10 δις ευρώ, προκειμένου να μην καταρρεύσει τον προηγούμενο Ιούνιο, ανακτώντας όμως ως αντάλλαγμα το 20% των μετοχών της.

[2] Για τον οποίον βοά ο τόπος ότι είχε «άκρες» μέσα στην Αστυνομία και ενδεχομένως να συνδέεται με άλλες βρώμικες υποθέσεις.

[3] Βλ. το κείμενό μας «Ενάντια στην αριστο-κρατία: Σημειώσεις για το νέο κυρίαρχο αφήγημα», Πρόταγμα, τεύχος 10, Ιούνιος 2017.

[4] Βλέπε την υπαγωγή φορέων σαν την ΕΥΠ και το ΑΠΕ στον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργικού γραφείου, τον διορισμό ημετέρων στη διεύθυνση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, της σκληρής κομματικής γραμμής ως προς τη στελέχωση του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης κ.ο.κ.

[5] Όπως το φιάσκο με την αποτυχία σύλληψης του Κ. Πάσσαρη, το καλοκαίρι του 2001 ή η έκρηξη δέματος σχεδόν μέσα στο υπουργικό του γραφείο, τον Ιούνιο του 2010 (που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του υπασπιστή του).

[6] Όπως μαρτυρά η περίφημη επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου ΠΡΟΠΟ με τις μάνικες, κατά τις πρόσφατες μεγάλες πυρκαγιές.

[7] Όπως, π.χ., στην περίπτωση του Μακρόν ο οποίος, για να εμποδίσει την εκλογική άνοδο της Λεπέν, στο πλαίσιο του νέου γαλλικού δικομματισμού, αλλά και υπό τον φόβο της ισλαμικής τρομοκρατίας και μιας πιθανής επανεμφάνισης των Κίτρινων Γιλέκων, επέλεξε να δώσει γη και ύδωρ στα συνδικάτα της γαλλικής Αστυνομίας, γινόμενος βασιλικότερος της βασίλισσας.

[8]«Επιχειρήθηκε τις τελευταίες ημέρες συντονισμένα τόσο από Υπουργούς της Κυβέρνησης όσο και από εκπροσώπους των αστυνομικών υπαλλήλων μία έμμεση πίεση στους Εισαγγελικούς Λειτουργούς για τροποποίηση των ποινικών διώξεων που έχουν ήδη ασκηθεί σε βαθμό πλημμελήματος, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως κακουργήματα συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, που αφορούν επιθέσεις σε βάρος αστυνομικών».

[9] Ας θυμηθούμε τις κωλοτούμπες των Γεωργιάδη, Χατζηδάκη και Πέτσα περί του αν, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, μπορούσαν οι πολίτες να μετακινούνται σχεδόν 50 χιλιόμετρα από την κατοικία τους για «ατομική σωματική άσκηση». Τα ίδια έκαναν και το περσινό Πάσχα, όταν ο ανεκδιήγητος Πέτσας συμβούλευε το ποίμνιο πώς να παραβεί τα μέτρα, προκειμένου να παραλάβει το Άγιο Φως από τις εκκλησίες.

[10] Να σημειωθεί, φυσικά, ότι στο πλαίσιο αυτό, βολεύτηκαν σε διάφορες κρατικές θέσεις –κυρίως στην ΕΡΤ– πλήθος μαχόμενων «φιλελεύθερων» οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια κατακεραυνώνουν με κάθε τρόπο τον «κρατισμό», το «Μαδουριστάν» και τη νεοελληνική «Σοβιετία».

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

2 Responses to Το επιτελικό παρακράτος

  1. Ο/Η Σταμάτης Καββαδίας λέει:

    «όχι μόνο το περίφημο «μαξιλάρι» υπάρχει και παραμένει ανέγγιχτο (βλ. δήλωση Γεωργιάδη), μα και τα όσα λίγα χρήματα δόθηκαν, ήδη το κράτος τα πήρε πίσω, σύμφωνα με τον Σταϊκούρα.»

    Συγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνετε καλά τα οικονομικά. Το άρθρο στο οποίο παραπέμπετε, εξηγεί ακριβώς ότι όλο το «μαξιλάρι» (και βάλε) έχει εξανεμιστεί και έχει αντικατασταθεί από δανεισμό. Τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας είναι πλέον δανικά και όχι «μαξιλάρι» (στο οποίο θα μπορούσαμε να στηριχθούμε σε περίπτωση που δεν μπορούσαμε να δανειστούμε). Δεν υπάρχει πλέον «μαξιλάρι», μια και το χρέος αυξάνεται και η εξυπηρέτησή του απαιτεί –και πάλι, όπως πριν το 2010– μετακύλιση, δηλαδή επαναδανεισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι ξαναέχουμε έλλειμμα, αλλά παλιά (προ του 2010) και όταν η τωρινή κυβέρνηση είναι ικανοποιημένη με το μέγεθός του, θα… κάνει εκλογές, πιθανότατα.

Σχολιάστε