Ο λαός αγαλλιά, όταν ψηφίζει Δεξιά!

Μπορείτε να βρείτε εδώ την ανάλυσή μας για τις εκλογές της 21ης Μαΐου και την τρέχουσα πολιτική συγκυρία.

Posted in Uncategorized | 5 Σχόλια

Εκδήλωση μνήμης για τον Γιώργο Κολέμπα

Ο Γιώργος Κολέμπας έφυγε νωρίς από κοντά μας.
Τα συνεργατικά εγχειρήματα, που τόσο ενέπνευσε και στήριξε, φίλες-φίλοι του και συνοδοιπόροι του διοργανώνουμε μια εκδήλωση μνήμης για τον άνθρωπο που σημάδεψε με τη σκέψη του και τους αγώνες του το ρεύμα της αποανάπτυξης – τοπικοποίησης και της ριζοσπαστικής οικολογίας.

ΠΕΜΠΤΗ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ στις 19.00
ΣΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ
Ερμού 134, Θησείο

Posted in Uncategorized | Σχολιάστε

Το Ιράν και το Ισλάμ

Με αφορμή τα γεγονότα στο Ιράν και τη γενναία εξέγερση των γυναικών της χώρας, μεταφράζουμε ένα σύντομο, ανέκδοτο άρθρο του Κ. Καστοριάδη σχετικά με την «Ισλαμική Επανάσταση» του 1979. Πρόκειται για μια κριτική στον ρηχό φιλοεξωτισμό στον οποίο συνήθως ενδίδει μια μερίδα ριζοσπαστών διανοούμενων, η οποία, συχνά παρασυρμένη απ’ την απέχθειά της για τη Δύση και τον δυτικό πολιτισμό, καταλήγει να διαστρεβλώνει το χαρακτήρα και τις προθέσεις κινημάτων που λαμβάνουν χώρα εκτός του δυτικού κόσμου. Το κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Κείμενα | 4 Σχόλια

Το επιτελικό παρακράτος

*Αποσπάσματα από το Editorial του 12ου τεύχους του Προτάγματος.

Νεοφιλελευθερισμός, το ανώτατο στάδιο της κλεπτοκρατίας

Η χώρα έχει ανάγκη από μια πολιτική ανόρθωσης, η οποία όχι απλώς θα θεράπευε τις πληγές τούτης της δεκαετούς πλέον κρίσης, μα θα προσπαθούσε επίσης ν’ ανακόψει τον προϊόντα μαρασμό της (σ’ επίπεδο οικονομικό, δημογραφικό, πνευματικό και γεωπολιτικό). Κι όμως, το μόνο που κάνει η σημερινή κυβέρνηση είναι να υιοθετεί ξεπερασμένες νεοφιλελεύθερες συνταγές της συμφοράς προκειμένου να επιτρέψει στην οικονομική ολιγαρχία –αλλά και σε μικρότερης εμβέλειας συμφέροντα– ν’ αλώσουν πλήρως το κράτος: ξήλωμα της όποιας στοιχειώδους φιλεργατικής νομοθεσίας πέρασε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησής του (δήλωση υπερωριών, συλλογικές συμβάσεις, αιτιολογία απόλυσης, αυστηροποίηση πλαισίου για την αδήλωτη εργασία) και προώθηση ρυθμίσεων που δεν πέρασαν ούτε κατά τα μνημονιακά χρόνια, φοροαπαλλαγές για τα υψηλά εισοδήματα, περιορισμός του ρόλου μιας σειράς ελεγκτικών μηχανισμών, χαλάρωση των ποινών για εγκλήματα «λευκού κολλάρου», σωρεία απευθείας και «φωτογραφικών» αναθέσεων υπό το πρόσχημα του υγειονομικού κατεπείγοντος, διάσωση ιδιωτικών εταιρειών δίχως ανταλλάγματα[1] και γενικότερη επίκκληση της πανδημίας με σκοπό την περαιτέρω συρρίκνωση του δυσλειτουργικού και ατροφικού Δημοσίου.

Κι όλα αυτά υπό την επίσημη «κασέτα» περί ιδιωτικών πανεπιστημίων, ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καινοτομίας κ.ο.κ. Η οποία ιδιωτική προβατοβουλία (για να θυμηθούμε και τον μακαρίτη τον Πανούση) τα έχει κάνει θάλασσα: από τις μάσκες-αλεξίπτωτα στα σχολεία, τον Σεπτέμβριο του 2020, μέχρι το πολύ αργό –πλην όμως πανάκριβο!– ίντερνετ που δυσχέραινε την τηλεργασία, τα προβληματικά λογισμικά της τηλεκπαίδευσης, τις απαρχαιωμένες ιδιωτικές κλινικές, αλλά και τις εταιρείες κούριερ ή μεγάλα πολυκαταστήματα που «κλάταραν», καθώς δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τον όγκο των παραγγελιών κατά την περίφημη Μαύρη Παρασκευή που οι ίδιοι διαφήμιζαν με θέρμη.

Αν ο νεοφιλελευθερισμός ευνοεί εν γένει την εργοδοτική ασυδοσία και τη μαφιοζοποίηση μεγάλων τομέων της οικονομίας (μέσω της χαλάρωσης της κρατικής εποπτείας στο χρηματοοικονομικό σύστημα και σε άλλους τομείς της οικονομίας), σε μια δομικά διεφθαρμένη οικονομία όπως η ελληνική μάς επαναφέρει στις πιο ακραίες μορφές μπανανίας, επισημοποιώντας τη μετατροπή της χώρας σε τσιφλίκι της λματ και των αετονύχηδων «επενδυτών» παντός είδους. Εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε με ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας, διεφθαρμένων πρακτικών και παροιμιώδους ανικανότητας. Απώτατος στόχος, βέβαια, είναι να προστατευθεί η λούμπεν οικονομική ολιγαρχία της χώρας, ώστε να μην επωμιστεί ούτε και κατ’ ελάχιστον ένα μέρος του κόστους της συνεχιζόμενης κρίσης. Και προκειμένου να μην της ζητήσει έστω και την ελαχιστότατη τέτοια παραχώρηση, η ΝΔ δεν διστάζει να θυσιάσει τη χώρα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ε. Μακρόν, τον οποίο νομίζει πως μιμείται ο αποτυχημένος και συμπλεγματικός γόνος που έχουμε για Πρωθυπουργο, ανέστειλε μέχρι την έξοδο από την πανδημική κρίση τις «φιλόδοξες» κοινωνικές κι οικονομικές μεταρρυθμίσεις για τις οποίες εξελέγη (με πρώτο και καλύτερο το συνταξιοδοτικό και την «εξυγίανση» της EDF, της γαλλικής ΔΕΗ). Αντιθέτως, ο καρνάβαλος του οποίου άρχει ο εν λόγω γόνος χρησιμοποίησε το χάος της πανδημίας ως ευκαιρία για την προώθηση μεταρρυθμίσεων οι οποίες εφαρμόζονται από την επομένη της κύρωσης του εκάστοτε νομοσχεδίου, με αποτέλεσμα ν’ αλλάζει στο μέσο της σχολικής χρονιάς μέχρι κι ο τρόπος εισαγωγής στα πανεπιστήμια! Παντού ο ίδιος ζήλος να εξυπηρετηθούν συμφέροντα κάθε είδους και να ξεπληρωθούν γραμμάτια. Πρόκειται για την πιο σκληρά, εξόφθαλμα κι απενοχοποιημένα ταξική κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες, ακριβώς επειδή πρέπει η ολιγαρχία να μη δώσει ούτε το ελάχιστο ξεροκόμματο στην κοινωνία μετά από 12 χρόνια οικονομικής καταβαράθρωσης. Πρέπει, με άλλα λόγια, οι μνημονιακές πολιτικές να μετατραπούν σε μόνιμη πολιτική, και η χώρα να μετατραπεί σταδιακά σε χώρα ανατολικοευρωπαϊκού τύπου – τόσο σ’ επίπεδο πολιτικών ελευθεριών όσο και σ’ επίπεδο βιοτικού επιπέδου. Εξ ου κι η συνειδητή επιλογή να μη δοθούν καθόλου χρήματα για τη στήριξη του ΕΣΥ αλλά και της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας: όχι μόνο το περίφημο «μαξιλάρι» υπάρχει και παραμένει ανέγγιχτο (βλ. δήλωση Γεωργιάδη), μα και τα όσα λίγα χρήματα δόθηκαν, ήδη το κράτος τα πήρε πίσω, σύμφωνα με τον Σταϊκούρα.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ με μέσο καθαρό μισθό σε χαμηλότερο επίπεδο του 2010, ενώ σύμφωνα με αντίστοιχα της ΕΛΣΤΑΤ, «πριν τη διάθεση των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας εκτοξεύεται στο 49,6%, δηλαδή υπό απειλή βρίσκεται ένας στους δύο πολίτες της χώρας». Με άλλα λόγια, μηδαμινοί μισθοί κι ένα κρίσιμο κομμάτι της κοινωνίας να συντηρείται με συντάξεις κι επιδόματα, με την ανεργία των νέων σε δυσθεώρατα ύψη («για το 2020, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην Ε.Ε. με ποσοστό 25,9% […]. Συγκεκριμένα, μία στις τρεις νέες και ένας στους πέντε νέους ηλικίας 20-34 ετών παραμένουν αδρανείς ταυτόχρονα στην εκπαίδευση και στην εργασία»). Ακούγεται γελοίο να διαλαλεί κανείς ότι η διαλυμένη αυτή οικονομία θα «εκτοξευθεί» (Σκέρτσος). Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για οιονεί σαδιστική προκλητικότητα, αν αναλογιστεί κανείς ότι, παρά τις πρόσφατες φιέστες του Μητσοτάκη στην Ακρόπολη, έρχονται μέτρα σκληρής λιτότητας από το 2022. Τα προβλέπει το «το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2022- 2025», που ο ίδιος έστειλε στις Βρυξέλλες: τρεις χρονιές συνεχόμενων πλεονασμάτων, τα οποία όλοι γνωρίζουμε πώς θα επιτευχθούν…

«Με εντολή Μητσοτάκη»: ο επιτελικός καρνάβαλος κι ο Βασιλιάς του

Μετατρέπουμε το καλοκαίρι σε καιρό σποράς της φροντίδας, ώστε το φθινόπωρο να γίνει η άνοιξη της ελπίδας και να ανατείλει μέσα στο χειμώνα, μέσα στο χειμώνα του 2020, και στην άνοιξη του 2021, ο ζεστός ήλιος της ανάπτυξης.

Κ. Μητσοτάκης

(Βουλή, 15/6/2020)

Αν, πέραν τούτης της στενότατης πρόσδεσης με τη λούμπεν οικονομική ολιγαρχία της χώρας, λάβουμε υπόψη και την ιδεολογικού τύπου υποτίμηση της εργασίας, από πλευράς των τεχνοκρατών «σοφών» τύπου Πισσαρίδη, αυτή η κυβέρνηση θυμίζει τις δεξιές, αμερικανοκίνητες κυβερνήσεις των χωρών της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής: αμερικανοθρεμμένοι χαρτογιακάδες, γόνοι πλούσιων οικογενειών, με πτυχία οικονομικών απ’ τα μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια κι ένα τουπέ ως τον Θεό, εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές-σοκ στις καταρρέουσες και διεφθαρμένες οικονομίες των χωρών τους, προκειμένου να ευνοήσουν τα μεγάλα συμφέροντα και τους τοπικούς φυλάρχους και ραντιέρηδες κάθε είδους. Ο επιδεικτικός νεοπλουτισμός του πρωθυπουργικού ζεύγους, με τα διαρκή ταξίδια αναψυχής στο εξωτερικό, τις διακοπές, το μότο-κρος μέσα σε εθνικούς δρυμούς, την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και τις σχέσεις με offshore εταιρείες, εντείνει ακόμα περισσότερο τούτη την εικόνα.

Πίσω, βέβαια, από τη βιτρίνα του ανέμελου γόνου, χαρά γεμάτου happy traveller υπάρχει μια σκοτεινή ομάδα εξουσίας μπλεγμένη με όλες τις μείζονες υποθέσεις που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη τον τελευταίο χρόνο: από τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη (με τη γνωστή παρέμβαση Σκέρτσου) και την προσπάθεια συγκάλυψης της δράσης του παιδεραστή και παιδοβιαστή Λιγνάδη, μέχρι τις σχέσεις με τον Φουρθιώτη (και τις προεκτάσεις της υπόθεσης με τους φόνους Καραϊβάζ και Μπερδέση) και την περίπτωση του δολοφόνου της Καρολάιν[2]. Μια τάση γενικευμένης συγκάλυψης, που αφήνει να πλανώνται υποψίες για σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, που προκαλεί αναγούλα σ’ οποιονδήποτε δεν έχει αντι-αριστερές και άλλες εμμονές.

Αυτό είναι, σε κάθε περίπτωση, το πολυθρύλητο «επιτελικό κράτος» – χαρακτηριστικό δείγμα τούτης της νεοφιλελέ αποκρουστικής ιδιογλώσσας με την οποία συνεννοούνται οι εξ απορρήτων του Πρωθυπουργού. Υποτίθεται, λοιπόν, πως το κράτος αυτό συνιστά ευέλικτο και λειτουργικό μόρφωμα, απαλλαγμένο απ’ τα βαρίδια και τη γραφειοκρατία του παρελθόντος, έτοιμο να συνδράμει τον ιδιωτικό τομέα στην επιτέλεση του αναπτυξιακού θαύματος που θ’ απογειώσει τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Έχουμε αναλύσει, με παλιότερη αφορμή, πώς, εντός της σύγχρονης παρακμής του δυτικού κόσμου, η ρητορεία περί αριστείας και τεχνοκρατοσύνης συνιστά κατά βάση τον φερετζέ μιας νέας εκδοχής, διπλωματούχου και τιτλούχου διαφθοράς, η οποία στις καλύτερες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται απλά από παροιμιώδη ανικανότητα[3]. Αν αυτά ισχύουν για τις δυτικές χώρες, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την κωμική απομίμηση ακόμη και τούτου του φιάσκου, που βιώνουμε στην Ελλάδα (όπου, ειρήσθω εν παρόδω, τη ρητορική της τεχνοκρατικής αριστείας την υιοθετεί η Δεξιά, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εντός της Δύσης).

Επισήμως έχουμε να κάνουμε με πολυπληθή κυβερνητικά σχήματα, ώστε να ταΐζονται πλήθος κηφήνες κάθε είδους (από υπουργούς μέχρι μετακλητούς). Πίσω από αυτά κρύβεται ένα εντελώς συγκεντρωτικό μόρφωμα: η λουδοβίκεια Αυλή των εμπίστων ενός πρωθυπουργού που έχει συγκεντρώσει υπό τον άμεσο προσωπικό του έλεγχο πλήθος αρμοδιοτήτων[4] και κυβερνά, μέσα στην πιο πλήρη αδιαφάνεια, με «τεχνοκράτες» οι οποίοι δεν προέρχονται καν από το ίδιο του το κόμμα, με προσωπική «μυστική διπλωματία», αντικαθιστώντας τους ίδιους του τους υπουργούς από έμπιστους «σκιώδεις υπουργούς» και νομοθετώντας διαρκώς με fasttrack διαδικασίες. Αφού πρώτα τούτο το μόρφωμα τα έκανε μπάχαλο στην πρώτη κρίση που κληρονόμησε (αυτή του μεταναστευτικού), έδωσε τελικά διαπιστευτήρια παροιμιώδους ανικανότητας σε μια κατεξοχήν ευκαιρία που είχε για να λάμψει διά της υποτιθέμενης αριστείας του: την αντιμετώπιση της πανδημίας.

[…]

«Ανομία», αστυνομοκρατία και α λα καρτ νομιμότητα

Ο σχεδιασμός άνωθεν είναι να χτυπηθεί πρώτα το πολιτικό και κοινωνικό έγκλημα στα Εξάρχεια, και μετά το ποινικό.

Το ζήτημα της «ανομίας» είναι ιδιαζόντως ενδεικτικό του βαθύτατα παρασιτικού χαρακτήρα της ελληνικής Δεξιάς, της νοοτροπίας του ακροατηρίου της αλλά και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική: ως μείγμα πολιτικών βολέματος και καταλήστευσης του κράτους, από τη μια μεριά, και συμβολικού τύπου κινήσεων και νομοθετημάτων, από την άλλη, με στόχο τη διατράνωση της περίφημης «συντηρητικής» ατζέντας. Η «νομιμότητα» επιβάλλεται –με σκηνοθετημένη πυγμή, μάλιστα!– μόνο σε ζητήματα που δεν άπτονται των οικονομικών συμφερόντων της ολιγαρχίας αλλά και της ευρύτερης εκλογικής πελατείας της Δεξιάς (όπως η φοροδιαφυγή, η μνημειώδης διαφθορά συγκεκριμένων κλάδων, η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων από πλευράς μικροαφεντικών κ.λπ.) ή σε ζητήματα συμβολικής σημασίας, όπως, εν προκειμένω το «πολιτικό έγκλημα». Γι’ αυτό ανασύρθηκε απ’ τη φορμόλη, προκειμένου να χριστεί υπουργός ΠΡΟ-ΠΟ, ένας μονομανής πρώην υπουργός, με παροιμιώδεις γκάφες στο βιογραφικό του[5], εμμονικός με την «τρομοκρατία», που θεωρεί ότι η αντιπαράθεση με τα εντελώς παρακμιακά απομεινάρια του πάλαι ποτέ αναρχικού «Χώρου» συνιστά ύψιστη κρατική προτεραιότητα και ζήτημα τιμής για την ΕΛΑΣ, σε φάση, μάλιστα, πλήρους διανοητικής κατάρρευσης[6]· γι’ αυτό επίσης ανασύρθηκαν από τη φορμόλη όχι μόνον ο ίδιος μα κι η υπόθεση της Μαρφίν, γι’ αυτό επεβλήθη απαγόρευση συναθροίσεων κατά τη 17η Νοεμβρίου και την 6η Δεκεμβρίου, γι’ αυτό δημιουργείται «Αστυνομία πανεπιστημίων» και υλοποιείται «εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ» της ΕΛΑΣ εν μέσω υγειονομικής κρίσης (και εις βάρος των αναγκών δασοπυρόσβεσης της χώρας). Είναι χαρακτηριστικό πως τούτη η στροφή στην αστυνομοκρατία συνιστά συνειδητή επιλογή κι όχι συνέπεια κοινωνικών, δημοσκοπικών ή άλλων πιέσεων[7]. Αποτελούσε προτεραιότητα της κυβέρνησης ήδη πριν τον κορωνοϊό και τις δυνάμει εκρηκτικές, σε κοινωνικό επίπεδο, οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Γι’ αυτό κι ο ιπποκόμος του Σερίφη με τη μάνικα δηλώνει ότι «υφίσταται ακόμη και σήμερα, μισόν αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση, μια λανθασμένη αντίληψη από τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που συνηθίζουν να καταγγέλλουν την Αστυνομία ότι ασκεί αντιδημοκρατικό αυταρχισμό. Επίσης υφίσταται μια λανθασμένη αντίληψη ειδικά στην Αριστερά, όπου οι καταγγελίες για υπέρμετρη άσκηση αστυνομικής βίας λειτουργούν ως βάση νομιμοποίησης της επαναστατικότητας»: και εδώ στόχος είναι η ιδεολογική αντεπίθεση στα καθιερωμένα αριστερά και μεταπολιτευτικά αφηγήματα.

Όπως και στην περίπτωση του ιδεολογήματος περί «ασφάλειας», πηγές ανασφάλειας για τον πληθυσμό θεωρούνται οι αναρχικοί και οι «καταλήψεις», όχι όμως η παντελής έλλειψη υγειονομικής θωράκισης της χώρας απέναντι στην πανδημία, τις πυρκαγιές ή τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών της μαφίας μέρα μεσημέρι. Αντίστοιχα, σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας το μόνο που προκαλεί τις γνωστές δεξιές υστερίες είναι η άφιξη παράνομων μεταναστών κι όχι οι βόλτες των τουρκικών ερευνητικών σκαφών στο Αιγαίο ή η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Και όλα αυτά υπό μια κυβέρνηση που εν ονόματι της νομιμότητας όχι απλώς κάνει τα χατίρια της ολιγαρχίας, στα πλαίσια της πατροπαράδοτης «διαπλοκής», πρεμβαίνοντας συστηματικά στη Δικαιοσύνη (από την υπόθεση Νοβάρτις και την παρέμβαση Σκέρτσου κατά τη δίκη των δολοφόνων και βιαστών της Ε. Τοπαλούδη, ως την υπόθεση Ινδαρέ[8]), μα αφήνει το κράτος και τους μηχανισμούς του βορά σε κάθε είδους παραβατικότητα, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει –ή να παράσχει κάλυψη σε μηχανισμούς της που εξυπηρετούν- ακόμα και τον Λιγνάδη, τον Φουρθιώτη ή τον συζυγοκτόνο Αναγνωστόπουλο. Πράγματα πρωτόγνωρα που μαρτυρούν την πλήρη διάλυση του ήδη δυσλειτουργικού και διεφθαρμένου νεοελληνικού κράτους. Επόμενο είναι, μέσα σε αυτό το κλίμα γενικευμένης ανομίας, ο ανώτατος Επιτελάρχης της χώρας με την οικογένειά του να καταπατούν φόρα παρτίδα ακόμη και τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας εν καιρώ πανδημίας, και οι διάφοροι σταβλάρχες του να αλλάζουν το υγειονομικό πρωτόκολλο προκειμένου να ταιριάζει με τις πρωθυπουργικές παρανομίες[9]!

Ποτέ ξανά Αριστερά

Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο: μετά από 5 χρόνια που κυβέρνησε για πρώτη φορά μετά το 1981 μια πολιτική δύναμη εκτός του παραδοσιακού δικομματικού κατεστημένου, το τελευταίο επανέρχεται πλέον δριμύτερο και πεινασμένο. Η καλλιέργεια κλίματος υστερίας πριν και κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η διάδοση χυδαιοτήτων για τον Τσίπρα αλλά και η πρωτοφανής συστράτευση των ΜΜΕ πίσω από τη σημερινή κυβέρνηση δείχνουν πόσο ασύδοτη είναι η εγχώρια ολιγαρχία: αντιμετώπισε μια κατ’ όνομα αριστερή κυβέρνηση, η οποία εφάρμοσε μνημόνια, σα να επρόκειτο για τους Μπολσεβίκους που ήταν έτοιμοι ν’ απαλλοτριώσουν τις βίλες και να εθνικοποιήσουν τις εταιρίες τους! Η καταφυγή σε πρακτικές μετεμφυλιακού ύφους δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αντιληπτός σαν την ΕΔΑ του δευτέρου μισού της δεκαετίας του ‘50 (τότε που ο Καραμανλής έστησε τις περίφημες «εκλογές βίας και νοθείας», προκειμένου να την εκτοπίσει από την αξιωματική αντιπολίτευση) ή το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 (τότε που η Δεξιά διέδιδε πως ο Παπανδρέου είναι τρομοκράτης). Το γεγονός ότι, παρ’ όλο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση κοινωνικές δυνάμεις συγκρίσιμες μ’ εκείνες που είχαν εκφραστεί στην άνοδο της ΕΔΑ κατά τη δεκαετία του ’50 αλλά και –κυρίως του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, η ολιγαρχία τον πολεμά με τέτοιο μένος, δείχνει πόσο λίγο μπορεί να ανεχτεί την άνοδο στην εξουσία ενός κόμματος εκτός του παραδοσιακού και ελεγχόμενου πολιτικού κόσμου. Έστω κι αν δεν πρόκειται διόλου για κόμμα με πρόγραμμα ριζοσπαστικών κοινωνικών αλλαγών!

Η νέα κυβέρνηση ήρθε για να ελέγξει πλήρως το κράτος, και γι’ αυτό διορίστηκαν παντού όχι «πρόσωπα κοινής αποδοχής» αλλά μπιστικοί του νέου Πρωθυπουργού – από την ΕΥΠ ως την ΕΡΤ και τα λογής Υφυπουργεία, κατά κανόνα παρασιτικοί διαφόρων κατηγοριών, με πλαστά πτυχία και πειραγμένα βιογραφικά[10]. Πρόκειται, ουσιαστικά, για εφαρμογή του σχεδίου σύμφωνα με το οποίο «ο Κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές».


[1] Όπως στην περίπτωση της Aegean. Ας αντιπαραβληθεί η περίπτωσή της με αυτή της Lufthansa, την οποία το γερμανικό κράτος στήριξε με 10 δις ευρώ, προκειμένου να μην καταρρεύσει τον προηγούμενο Ιούνιο, ανακτώντας όμως ως αντάλλαγμα το 20% των μετοχών της.

[2] Για τον οποίον βοά ο τόπος ότι είχε «άκρες» μέσα στην Αστυνομία και ενδεχομένως να συνδέεται με άλλες βρώμικες υποθέσεις.

[3] Βλ. το κείμενό μας «Ενάντια στην αριστο-κρατία: Σημειώσεις για το νέο κυρίαρχο αφήγημα», Πρόταγμα, τεύχος 10, Ιούνιος 2017.

[4] Βλέπε την υπαγωγή φορέων σαν την ΕΥΠ και το ΑΠΕ στον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργικού γραφείου, τον διορισμό ημετέρων στη διεύθυνση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, της σκληρής κομματικής γραμμής ως προς τη στελέχωση του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης κ.ο.κ.

[5] Όπως το φιάσκο με την αποτυχία σύλληψης του Κ. Πάσσαρη, το καλοκαίρι του 2001 ή η έκρηξη δέματος σχεδόν μέσα στο υπουργικό του γραφείο, τον Ιούνιο του 2010 (που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του υπασπιστή του).

[6] Όπως μαρτυρά η περίφημη επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου ΠΡΟΠΟ με τις μάνικες, κατά τις πρόσφατες μεγάλες πυρκαγιές.

[7] Όπως, π.χ., στην περίπτωση του Μακρόν ο οποίος, για να εμποδίσει την εκλογική άνοδο της Λεπέν, στο πλαίσιο του νέου γαλλικού δικομματισμού, αλλά και υπό τον φόβο της ισλαμικής τρομοκρατίας και μιας πιθανής επανεμφάνισης των Κίτρινων Γιλέκων, επέλεξε να δώσει γη και ύδωρ στα συνδικάτα της γαλλικής Αστυνομίας, γινόμενος βασιλικότερος της βασίλισσας.

[8]«Επιχειρήθηκε τις τελευταίες ημέρες συντονισμένα τόσο από Υπουργούς της Κυβέρνησης όσο και από εκπροσώπους των αστυνομικών υπαλλήλων μία έμμεση πίεση στους Εισαγγελικούς Λειτουργούς για τροποποίηση των ποινικών διώξεων που έχουν ήδη ασκηθεί σε βαθμό πλημμελήματος, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως κακουργήματα συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, που αφορούν επιθέσεις σε βάρος αστυνομικών».

[9] Ας θυμηθούμε τις κωλοτούμπες των Γεωργιάδη, Χατζηδάκη και Πέτσα περί του αν, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, μπορούσαν οι πολίτες να μετακινούνται σχεδόν 50 χιλιόμετρα από την κατοικία τους για «ατομική σωματική άσκηση». Τα ίδια έκαναν και το περσινό Πάσχα, όταν ο ανεκδιήγητος Πέτσας συμβούλευε το ποίμνιο πώς να παραβεί τα μέτρα, προκειμένου να παραλάβει το Άγιο Φως από τις εκκλησίες.

[10] Να σημειωθεί, φυσικά, ότι στο πλαίσιο αυτό, βολεύτηκαν σε διάφορες κρατικές θέσεις –κυρίως στην ΕΡΤ– πλήθος μαχόμενων «φιλελεύθερων» οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια κατακεραυνώνουν με κάθε τρόπο τον «κρατισμό», το «Μαδουριστάν» και τη νεοελληνική «Σοβιετία».

Posted in Uncategorized | 2 Σχόλια

Μια ιστορική αποτίμηση του ελληνικού αναρχικού χώρου

Αναρτούμε, με μεγάλη καθυστέρηση, το δεύτερο μέρος της κριτικής μας στον ελληνικό αναρχικό χώρο, που ξεκινήσαμε να δημοσιεύουμε στο 11ο τεύχος του Προτάγματος, το Νοέμβριο του 2018. Είναι διαθέσιμο εδώ.

Posted in Uncategorized | 1 σχόλιο

O φεμινισμός στην εποχή του μεταμοντερνισμού

*Απόσπασμα από το κείμενο της Έλεν Πλάκροουζ «Γιατί δεν με θεωρώ πια φεμινίστρια», από το 12ο τεύχος του Προτάγματος

Από τη δεκαετία του ’80, άρχισε να διαμορφώνεται μια εσωτερική κριτική στον φιλελεύθερο φεμινισμό. Ο τελευταίος κατηγορήθηκε στο σύνολό του ότι δεν αναγνώρισε τα επιπρόσθετα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Μαύρες και ασιατικής καταγωγής γυναίκες ή οι λεσβίες, και ότι είχε επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στα προβλήματα της μεσαίας τάξης. Επρόκειτο για βάσιμες επικρίσεις στις οποίες καλούμασταν ν’ απαντήσουμε ιεραρχώντας εκ νέου τις προτεραιότητές μας. Πολλές φιλελεύθερες φεμινίστριες άρχισαν, έτσι, να στρέφουν την προσοχή τους στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή να τονίζουν τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που ζουν σε κοινότητες προσκολλημένες σε καταπιεστικές και πατριαρχικές θρησκείες σαν το Ισλάμ, όπως η άσκηση βίας ή ακόμη κι ο ακρωτηριασμός των γεννητικών τους οργάνων για τη δήθεν προστασία της «τιμής» τους. Όλα αυτά λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο ενός οικουμενικού φιλελεύθερου φεμινισμού που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Εκείνη όμως τη δεκαετία αρχίζει εντός των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών μια μετατόπιση προς τον μεταμοντερνισμό, η οποία σταδιακά επηρέασε και τον φεμινισμό. Κάπως έτσι εμφανίζεται λοιπόν η λεγόμενη διαθεματικότητα (intersectionality)[1].

Οι άνθρωποι συχνά δεν έχουν σαφή αντίληψη ούτε για το τι είναι ο μεταμοντερνισμός ούτε και για τη σχέση του με τον φεμινισμό. Πολύ απλουστευτικά θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια θεωρητική στροφή, εντός του ακαδημαϊκού χώρου, στην οποία πρωτοστάτησαν οι Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ και Ζαν Μπωντριγιάρ. Η νέα αυτή αντίληψη δεν θεωρούσε μόνο ανέφικτη την απόκτηση αξιόπιστης γνώσης αλλά ισχυριζόταν επιπλέον ότι το ίδιο το νόημα και η πραγματικότητα είχαν καταρρεύσει. Ο μεταμοντερνισμός απέρριψε τα συνολικά, γενικής ισχύος ερμηνευτικά σχήματα (μετα-αφηγήσεις) όπως η θρησκεία και η επιστήμη, αντικαθιστώντας τα με υποκειμενικές, σχετικιστικές αποτιμήσεις (μικρο-αφηγήσεις) των εμπειριών ενός ατόμου ή μιας πολιτισμικής υπο-ομάδας. Αυτές οι ιδέες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, τροφοδοτώντας τόσο την τέχνη όσο και την κοινωνική «θεωρία». Έτσι οι οικουμενικές αξίες του φιλελευθερισμού, η επιστημονική μέθοδος και η χρήση της λογικής και της κριτικής σκέψης απορρίφθηκαν ως μέσα καθορισμού της αλήθειας και της ηθικής. Κάθε άτομο θα μπορούσε πλέον να έχει τη δική του αλήθεια όχι μόνο σε ηθικό αλλά και σε επιστημολογικό επίπεδο. Η έκφραση «Για μένα είναι αλήθεια» συμπυκνώνει το ήθος του μεταμοντερνισμού. Για να ισχυριστεί κανείς ότι κάτι είναι αντικειμενικά αληθές (ανεξάρτητα από το πόσο καλά αποδεικνύεται), θα πρέπει να προτείνει μια μετα-αφήγηση και να «αγνοήσει» τις αντίθετες απόψεις, κάτι που πλέον φαντάζει καταπιεστικό (ακόμα και στην περίπτωση που οι αντίθετες απόψεις είναι εντελώς ασυνάρτητες). Μάλιστα, προκειμένου να στιγματιστεί αρνητικά η άποψη ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και τα πειράματα είναι ο βέλτιστος τρόπος κατάκτησης της αλήθειας, κατασκευάστηκε ο όρος «επιστημονισμός».

Στην ακμή του, ο μεταμοντερνισμός ως καλλιτεχνικό κίνημα παρήγαγε μια μη-αφηγηματική λογοτεχνία χωρίς πλοκή, ενώ παρουσίασε ακόμη και ουρητήρια ως τέχνη[2]. Στην κοινωνική θεωρία οι μεταμοντέρνοι «αποδόμησαν» όλα όσα θεωρούνταν αληθινά· τα πάντα παρουσιάστηκαν ως άνευ νοήματος. Ωστόσο, αφού το έκαναν αυτό, δεν είχαν πού αλλού να στραφούν και τι άλλο να πουν. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη, καμία πρόοδος δεν είναι δυνατή αν δεν παραδεχτούμε ότι ορισμένοι άνθρωποι, σ’ ένα ορισμένο μέρος, αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες ανισότητες. Προέκυπτε, ως εκ τούτου, η ανάγκη για ένα καινούργιο σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας, και έτσι άρχισαν να αναδύονται νέες θεωρίες για το φύλο, τη φυλή και τη σεξουαλικότητα, αποτελούμενες από μικρο-αφηγήσεις. Όλα αυτά θεωρήθηκαν ως πολιτιστικές κατασκευές με σκοπό τη θεμελίωση ιεραρχιών εις βάρος των γυναικών, των φυλετικών μειονοτήτων και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Η ταυτότητα κατέστη παράγοντας πρώτιστης σημασίας.

Ως τότε το πρόταγμα του φιλελεύθερου φεμινισμού θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ως εξής: «Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ισότητα είναι πανανθρώπινα αγαθά, και ο φεμινισμός μάχεται ώστε να μπορούν να τ’ απολαμβάνουν και οι γυναίκες». Με την επικράτηση του μεταμοντερνισμού, όμως, περάσαμε στην εξής ιδέα: «Ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, το θρήσκευμα και τις σεξουαλικές προτιμήσεις, κάθε άτομο έχει τη δική του αλήθεια και τους δικούς του κανόνες και ηθικές αξίες. Όμως όλες οι αλήθειες, τα πολιτιστικά πρότυπα και οι ηθικές αξίες είναι ισάξιες. Οι Λευκοί, Δυτικοί, ετεροφυλόφιλοι άνδρες κυριάρχησαν άδικα επί των υπολοίπων ομάδων στο παρελθόν, κι έτσι τώρα θα πρέπει να παραγκωνιστούν, μαζί με τις ιδέες και τις αξίες τους, για χάρη των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων».

Ο φιλελεύθερος φεμινισμός στράφηκε έτσι από την καθολικότητα των ίσων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πολιτική των ταυτοτήτων. Δεν πρόκειται πλέον για ιδέες που αποτιμώνται με γνώμονα την αξία τους, αλλά με βάση την πολύπλευρη ταυτότητα του ομιλητή, η οποία περιλαμβάνει τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα και τη σωματική ικανότητα. Με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, λοιπόν, η αξία της εκάστοτε ταυτότητας εξαρτάται από τον βαθμό περιθωριοποίησής της, με τις περιθωριοποιημένες ομάδες να πληθαίνουν διεκδικώντας η κάθε μία την υπεροχή της έναντι των υπολοίπων. Εδώ είναι όπου την πάτησε ο φιλελεύθερος φεμινισμός: Όταν τόσο ο ίδιος όσο κι οι διεκδικήσεις των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ήρθαν αντιμέτωπα με τη μετα-αποικιακή ενοχή για το αποικιοκρατικό παρελθόν της Δύσης, αμφότερα νικήθηκαν.

Αναγνωρίζοντας λοιπόν ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός ποδοπάτησε ιστορικά άλλους πολιτισμούς, ο δυτικός φιλελεύθερος φεμινισμός έφτασε να εγκολπωθεί τις πιο πατριαρχικές πτυχές τους. Έτσι, μια Δυτική φιλελεύθερη φεμινίστρια που καταγγέλλει ως σεξισμό το γεγονός ότι οι δυτικές γυναίκες κρίνονται από το τι φορούν, ταυτοχρόνως κατηγορήσει για ισλαμοφοβία οποιονδήποτε επικρίνει το νικάμπ. Μπορεί να ζητά τη δίωξη ενός χριστιανού ζαχαροπλάστη που αρνήθηκε να ψήσει τη γαμήλια τούρτα ενός ζεύγους ομοφυλόφιλων και ταυτοχρόνως να κατηγορεί το Gay Pride ως ρατσιστικό, επειδή η διαδρομή της διαδήλωσης πέρασε μέσα από μια περιοχή συντηρητικών μουσουλμάνων. Πολλές διαθεματικές φεμινίστριες δεν περιορίζονται στην κριτική άλλων λευκών Δυτικών φεμινιστριών, αλλά επιτίθενται με βιτριολικό τρόπο, εκτοξεύοντας κατηγορίες για ρατσισμό, σε φιλελεύθερους μουσουλμάνους και πρώην μουσουλμάνες φεμινίστριες και ακτιβίστριες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Ο μισογυνισμός και η ομοφοβία του Χριστιανισμού μπορεί να επικρίνονται από όλους (και ορθά), όχι όμως ο μισογυνισμός και η ομοφοβία του Ισλάμ, που δεν πρέπει να επικρίνονται από κανέναν, ούτε καν από τους ίδιους τους μουσουλμάνους. Το δικαίωμα να ασκούμε κριτική στον ίδιο μας τον πολιτισμό και τη θρησκεία φαίνεται να περιορίζεται στους λευκούς Δυτικούς (Η καλύτερη σχετική ανάλυση είναι «Ο ρατσισμός ορισμένων αντι-ρατσιστών» του Τομ Ογουολάντε[3]).


[1] Ο συγκεκριμένος όρος, που εισήγαγε η Αμερικανίδα θεωρητικός Kimberlé Crenshaw, αναφέρεται στη «διασταύρωση» (intersection) διαφορετικών στοιχείων της ταυτότητας ενός ατόμου που μπορούν να το καταστήσουν στόχο πολλαπλών, ταυτόχρονων διακρίσεων ή μορφών καταπίεσης: π.χ. μια Αφροαμερικανή λεσβία θεωρείται ταυτοχρόνως θύμα ρατσισμού, σεξισμού και ομοφοβίας.

[2] Αναφορά στο έργο Fountain (1917) του Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp).

[3] Tomiwa Adetayo Owolade, “The racism of some anti-racists”, (27/06/2015), διαθέσιμο στο https://tomowolade.wordpress.com/2015/06/27/the-racism-of-some-anti-racists/.

Posted in Κείμενα | Tagged , | Σχολιάστε

Το τέλος της δημοσιογραφίας

*Απόσπασμα από το editorial του 12ου τεύχους του Προτάγματος

Σε αυτές τις περιπτώσεις που εκπορθείται ένα στρατηγικό σημείο των αντιπάλων, σημασία έχει η εξουδετέρωση. Αν στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη στήριξη «φιλίων» θέσεων, ακόμα καλύτερα. Η κατάληξη των ΜΜΕ στη Βενεζουέλα, όπου όλα πέρασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον Μαδούρο, διδάσκει πολλά. Είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός από το ίδιο κυβερνητικό επιτελείο που προσπάθησε ανεπιτυχώς να αλώσει τους τηλεοπτικούς σταθμούς, και για τις εφημερίδες.

Σάκης Μουμτζής[1]

Στήνουν καθεστώς Τσίπρα

Δ. Κρουστάλλη[2]

Είναι προφανές ότι ουσιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης παίζει η άνευ προηγουμένου μονοπώληση της μηντιακής στήριξης από πλευράς κυβέρνησης. Σύμφωνα με την έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για το 2020, η Ελλάδα τοποθετείται στις χαμηλότερες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης ως προς την ελευθερία του λόγου: 65η, με σκορ που την εντάσσει στην κατηγορία «προβληματική». Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα κι η έκθεση για την πολιτική πολυφωνία που παρέδωσε ο πρόεδρος του ΕΣΡ στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, τον περασμένο Δεκέμβριο, καταδεικνύει αυτή την κραυγαλέα και άνευ προηγουμένου –τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν– μονολιθικότητα. Δεδομένης της κρίσης του Τύπου αλλά και του γεγονότος πως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης (οι μεγαλύτερες ηλικιακά μερίδες της) ενημερώνεται σχεδόν αποκλειστικά από την τηλεόραση και δευτερευόντως από το ραδιόφωνο, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία του ελέγχου της τηλεοπτικής ροής – πολλώ δε μάλλον που στις ηλικιακές αυτές μερίδες ψαρεύει κρίσιμο μέρος των ψηφοφόρων της η ΝΔ.

Στα καθ’ ημάς η εφαρμογή του μοντέλου Όρμπαν-Μοραβιέτσκι διευκολύνεται από τις ιδιομορφίες της εγχώριας δημοσιογραφίας, τις οποίες σταθερά παραβλέπουν ακόμη κι όσοι καταγγέλλουν τούτη την προσπάθεια ελέγχου της πληροφορίας αλλά και τις διαπλεκόμενες σχέσεις Τύπου και πολιτικής εξουσίας. Είναι γνωστό πως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Δύση, οι δικές μας μεγάλες εφημερίδες αντί να προσφέρουν ενημερωτικά άρθρα και ρεπορτάζ, βρίθουν «επιφυλλίδων» και άρθρων γνώμης της γνωστής παρασιτικής «δημοσιογραφικής» ολιγαρχίας[3], η οποία βέβαια, καταχρηστικά χαρακτηρίζεται ως τέτοια, εφόσον σπανίως τα μέλη της έχουν εξασκήσει τα στοιχειώδη του δημοσιογραφικού επαγγέλματος (ρεπορτάζ, έρευνα, διασταύρωση πηγών). Το ίδιο μοντέλο ακολουθείται στην τηλεόραση –με τα περίφημα «παράθυρα», όπου οι μεγαλοδημοσιογράφοι αυτοί καλούνται ως σχολιαστές– και το ραδιόφωνο – με τις εκπομπές των ίδιων αυτών, διπλοθεσιτών και τριπλοθεσιτών μεγαλοδημοσιογράφων. Πλέον το «σχόλιο» και οι «γνώμες» όλων αυτών των πεφωτισμένων έμμισθων οργάνων παίρνουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή κουτσομπολιών κι εκλεπτυσμένου υβρεολογίου, κατά το παράδειγμα του διαβόητου καθήμενου κωμικού Στέφανου Κασιμάτη, του ψυχοπαθούς Πορτοσάλτε ή του παλαίμαχου Πρετεντέρη[4].

Σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα ο Τύπος γίνεται αντιληπτός ως ένα είδος καφενείου, όπου διακινούνται όχι πληροφορίες, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού, μα απόψεις. Βάσει τέτοιων «απόψεων» διαμορφώνει ο μέσος Έλληνας την αντίληψή του για τα πράγματα – όχι βάσει πληροφοριών αλλά βάσει των επιφυλλίδων ή άρθρων γνώμης των μεγάλων εφημερίδων, των σχολίων στα τηλεοπτικά παράθυρα και φυσικά των ραδιοφωνικών εκπομπών των διάφορων μεγαλοδημοσιογράφων. Αυτή η πολύμορφη παρουσία της (εντελώς κατευθυνόμενης) «γνώμης» εις βάρος της πληροφορίας συνιστά βασικό γνώρισμα των ΜΜΕ στην Ελλάδα κι είναι χαρακτηριστικό πως αναπαράγεται ακόμη και από τον «εναλλακτικό» και μη διαπλεκόμενο Τύπο[5]. Βασικό, δε, κομμάτι τούτου του εκτοπισμού της πληροφορίας χάριν της γνώμης είναι ο πολύ μικρός βαθμός πληροφόρησης για το τι γίνεται εκτός χώρας, μιας και το λεγόμενο «εξωτερικό δελτίο» του εγχώριου Τύπου είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο. Σε περιστάσεις όπως η σημερινή, κατά την οποία η χώρα αντιμετωπίζει μια παγκόσμιας εμβέλειας πανδημία, η έλλειψη πληροφόρησης για το τι συμβαίνει εκτός χώρας επιτρέπει στην ανενημέρωτη κοινή γνώμη να χάφτει το παραμύθι που της πουλά η κυβέρνηση – όπως συνέβη και με τον μύθο του περίφημου «success story» κατά τη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας.

Όταν, δε, ένα κόμμα καταφέρει να ελέγχει ή να τα έχει σε τέτοιο βαθμό καλά με όλους αυτούς τους μεγαλοδημοσιογράφους, είναι προφανές πως ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίον ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα ο Τύπος ελέγχει την Εξουσία μόνο σε περίπτωση που τ’ αφεντικά του έχουν κάτι να της ζητήσουν. Αυτή η μαφιόζικη λογική του εκβιασμού συνιστά κομμάτι του γενικότερου ρόλου του: μιας μαφίας που προστατεύει την Εξουσία, στοχοποιώντας και σπιλώνοντας τους εκάστοτε αντιπάλους της κατά παραγγελία[6], στηρίζοντάς τη με κάθε τρόπο, όταν εκείνη συμπλέει με τα συμφέροντα των εκδοτών και των καναλαρχών.       

Προφανώς και αυτά που εδώ περιγράφουμε συμβαίνουν λίγο-πολύ παντού στον κόσμο και συνέβαιναν και στην Ελλάδα πριν το 2019 (ή το 2015). Με τις δύο ακόλουθες, πολύ κρίσιμες διαφορές όμως: αφενός, παλιότερα η λογική αυτή δεν έπνιγε την ελευθερία της πληροφορίας, εφόσον δεν υποτασσόταν το σύνολο του εκάστοτε μέσου στην προώθηση της κεντρικής γραμμής (κι έτσι μπορούσε, π.χ., να υπάρχει η Ακρίτα στα Νέα ή να μη διαγράφονται από τις ιστοσελίδες των μέσων άρθρα ή και ολόκληρη η αρθρογραφία δημοσιογράφων που απολύθηκαν ή αποχώρησαν[7])· αφετέρου, ποτέ το σύνολο των μεγάλων ΜΜΕ δεν υποστήριζαν –και μάλιστα με τόσο εξόφθαλμο τρόπο– την ίδια, μοναδική γραμμή, εφόσον κάθε μεγάλο κόμμα είχε τον δικό του φίλα προσκείμενο Τύπο – πράγμα που συμβαίνει σε όλες τις δυτικές χώρες. Από το 2010 όμως, με τη διαίρεση της κοινωνίας σε μνημονιακό κι αντιμνημονιακό τόξο (ή «αντιλαϊκισμό» και «λαϊκισμό»), και τη συμπόρευση των δύο παραδοσιακών πόλων του δικομματισμού, εμφανίστηκε η πλήρης συμπόρευση των δεξιών μέσων μ’ εκείνα που παραδοσιακά υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα πλέον τούτα τα τελευταία, μετά και την εξαγορά τους απ’ τον Μαρινάκη, ν’ αποτελούν τα πιο φανατικά στηρίγματα της ΝΔ.


[1] «Μαύρο σκοτάδι ετοιμάζουν για τον Τύπο και τα ΜΜΕ», liberal.gr, 23/1/2017.

[2] «Στήνουν καθεστώς Τσίπρα», Το Βήμα, 2/7/2016. Ως γνωστόν, η Κρουστάλλη απολύθηκε από το Βήμα μετά από παρέμβαση Μητσοτάκη, επειδή τόλμησε να γράψει για τα περίφημα διπλά βιβλία καταγραφής κρουσμάτων του ΕΟΔΥ. Στο σημείωμα με το οποίο ανακοινώνει την αναγκαστική της παραίτηση στο Facebook εγκωμιάζει τον Β. Μαρινάκη και τα χώνει στον ΣΥΡΙΖΑ.

[3] Μανδραβέληδες, Ζούλες, Παπαχρήστοι αλλά και νεότερα φρούτα, συνήθως συμπλεγματικοί και υστερικοί κάθε είδους, τύπου Κανέλη και Μουμτζή.

[4] Διόλου τυχαίο, βέβαια, που βασικό κομμάτι της ρητορικής των κύκλων αυτών ήταν παλιότερα οι επιθέσεις κατά της ΕΡΤ, η οποία είναι το μόνο κανάλι (μαζί μ’ εκείνο της Βουλής) που προβάλλει προγράμματα ικανά να διευρύνουν τις προσλαμβάνουσες του τηλεθεατή (από ταινίες του παγκόσμιου, μη εμπορικού, σινεμά μέχρι ντοκιμαντέρ, «επίκαιρα», εκπομπές καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ύλης). Να σημειωθεί ότι διόλου τυχαίο δεν είναι που η νεοδημοκρατική διοίκηση της ΕΡΤ προσπαθεί να τη μετατρέψει σε ιδιωτικό κανάλι (με λάιφσταϊλ εκπομπές με την Κ. Ζυγούλη και τη Ν. Μπουλέ, επί παραδείγματι).

Κατά τα άλλα, το περίφημο ντοκιμαντέρ της ελβετικής τηλεόρασης για τη Νοβάρτις ή οι αποκαλύψεις της δημόσιας τηλεόρασης της Δανίας για τη συμμετοχή της χώρας στην παρακολούθηση της Μέρκελ και άλλων Ευρωπαίων ηγετών από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν θα έπρεπε να μας κάνουν τέτοια εντύπωση. Στις σοβαρές δυτικές χώρες όλα τα κρατικά κανάλια προβάλλουν σε σταθερή βάση τέτοια ερευνητικά ρεπορτάζ ή ντοκιμαντέρ (είτε πρόκειται για το BBC, είτε για την Deutche Welle, είτε για το Arte, τα κανάλια της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης κ.ο.κ.), που πολύ συχνά βάζουν στο στόχαστρό τους κορυφαία στελέχη του πολιτικού προσωπικού και των επιχειρηματικών κύκλων των χωρών αυτών όπως επίσης και βασικούς κρατικούς θεσμούς και δομές. Στην Ελλάδα, αντίθετα, ερευνητική δημοσιογραφία θεωρούνται οι εκπομπές δημοσιογράφων με επαφές με τον αμερικανικό παράγοντα όπως ο Παπαχελάς, ο Φ. Παπαθανασίου και ο Ιγνατίου. Για να κάνει κανείς πραγματική –ή, έστω, στοιχειώδη– ερευνητική δημοσιογραφία πρέπει να μην ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κλάδου και να είναι αριστερός (Αυγερόπουλος, Χαρίτος κ.λπ.). Να σημειωθεί πως η ΕΡΤ έδιωξε τους δύο τελευταίους, ενώ διατηρεί σούργελα τύπου Βίκυς Φλέσσα. Μια ακόμα πτυχή του φαινομένου κατέδειξε η περίφημη συνέντευξη-Βατερλό του Χ. Θεοχάρη στο BBC: μέσα στις δυτικές χώρες οι δημοσιογράφοι ελέγχουν τους υπουργούς και την εκάστοτε κυβέρνηση, δεν τους λιβανίζουν όπως στα καθ’ ημάς.

[5] Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις «εναλλακτικές» ιστοσελίδες Athens Voice και Lifo οι οποίες, παρά το γενικότερο προφίλ τους και το ενδιαφέρον για πολιτιστικά θέματα και την εκλεπτυσμένη κατανάλωση, σε πλήρη αντίθεση με τα δυτικά αντίστοιχα έντυπα, κάνουν πολιτική μέσω δημοσίευσης πλήθος άρθρων γνώμης αλλά και των εκδοτικών σημειωμάτων τους. Διόλου τυχαίο που διολισθαίνουν σταθερά προς τα δεξιά, σ’ επίπεδο απόψεων, ενώ εσχάτως έφτασαν να φιλοξενούν και σκανδαλοθηρικού τύπου άρθρα. Βλ. π.χ. το άρθρο της Β. Σιούτη, «Η ποδηλατάδα του Μητσοτάκη στην Πάρνηθα και η βίλα του Τσίπρα στο Σούνιο» (http://www.lifo.gr, 8/12/2020) όπου αναπαράγονται, διανθισμένα με κακεντρεχείς ειρωνείες, λες και πρόκειται για αναδημοσίευση κυβερνητικού non paper, τα σενάρια για το σπίτι του Τσίπρα στο Σούνιο, τις φιλίες του με εφοπλιστές, τα κότερα κ.ο.κ. Κάνει δουλειά κι εδώ η «λίστα Πέτσα»!

Και μιας και αναφερθήκαμε σε τούτη τη διαφορά μεταξύ των πιο «ουδέτερων» σε στενά πολιτικό επίπεδο δυτικών weeklies και των πολιτικοποιημένων ελληνικών τους αντιστοίχων, αξίζει να σημειώσουμε πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ελληνικά κακέκτυπα του New York Review of Books και του London Review of Books: ενώ τα δύο αυτά βιβλιοκριτικά έντυπα παγκοσμίου κύρους είναι γενικώς «αριστερά», με την ευρεία έννοια του όρου, ποτέ δεν υιοθετούν κάποια συγκεκριμένη «γραμμή»∙ αντιθέτως, τα ελληνικά τους αντίστοιχα, το The Athens Review of Books και το The Books Journal διευθύνονται από νεοφιλελεύθερους ταλιμπάν σαν τον Μ. Βασιλάκη και τον –κρατικοδίαιτο (πρώην Αθήνα 9.84, νυν ΕΡΤ)– Ηλία Κανέλλη.

[6] Χαρακτηριστική η ομοβροντία ενάντια στην Ε. Ακρίτα μετά την παραίτησή της από τα Νέα, τον περασμένο Δεκέμβρη.

 [7] Η πρώτη περίπτωση αφορά τη Δ. Κρουστάλλη, της οποίας το επίμαχο άρθρο για το χάος ως προς την καταμέτρηση των κρουσμάτων εξαφανίστηκε ως διά μαγείας το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου, λίγες ώρες μετά τον εξαναγκασμό της σε παραίτηση. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή του Θ. Χειμωνά, ο οποίος αποχώρησε από το liberal.gr λόγω διαφωνιών ως προς το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε το αρχείο με το σύνολο της αρθρογραφίας του!

Posted in Κείμενα | Σχολιάστε