Από την τεχνοφιλία…στην Αποανάπτυξη

Απόσπασμα από το κείμενο του Δ. Μαρκόπουλου «Η νεοτεχνολογία και οι προεκτάσεις της», Πρόταγμα, τ.10, Ιούνιος 2017.

 

Το αφήγημα της τεχνοφιλικής ισότητας

Στο όνομα του πλουραλισμού, της ακατάσχετης πληροφόρησης κι ενός δήθεν εκδημοκρατισμού της επικοινωνίας, η νεοτεχνολογία το μόνο που ξέρει πολύ καλά να κάνει είναι να βομβαρδίζει το άτομο με εντελώς ασήμαντα πράγματα και να τροφοδοτεί τον ναρκισσισμό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ψευδο-εξισωτικής προφητείας αποτελεί το εφεύρημα της τρισδιάστατης εκτύπωσης, όπου μέσω προσωπικών 3D εκτυπωτικών συσκευών θα μπορούμε να «φτιάξουμε» ό,τι θέλουμε και όποτε το θέλουμε. Εδώ ύψιστη αρχή και τελικός σκοπός ανακηρύσσεται η δυνατότητα να μπορούν όλοι να σχεδιάζουν και να παράγουν προϊόντα την ώρα ακριβώς που το επιθυμούν, παρακάμπτοντας την κλασική οδό της αγοράς τους από τις μεγάλες εταιρείες, ασχέτως του αν αυτά τα προϊόντα έχουν πράγματι κάποια χρησιμότητα. Αυτό που μετράει είναι η διαμοιρασμένη αίσθηση της άμεσης εκμετάλλευσης του τεχνολογικού δυναμικού.

Πρόκειται για την ίδια ακριβώς ψευδαίσθηση ισότητας που εκτρέφεται και στην περίπτωση της περιδίνησης στη δημόσια σφαίρα του διαδικτύου. Όπως ισχυρίζεται εύλογα, αλλά και ταυτόχρονα ανοήτως, ο πολύς Πάσχος Μανδραβέλης: «Στον κυβερνοχώρο, οικονομικά και τεχνολογικά όλοι βρίσκονται στο ίδιο σημείο εκκίνησης»[1]. Ωστόσο, τι περιεχόμενο διαθέτει τούτη η «ισότητα»; Μάλλον τίποτα παραπάνω από την ακατανίκητη, όπως φαίνεται, τάση να προσχωρούμε εξίσου στη φλυαρία, την κενολογία, και την αισθητική ασημαντότητα. Δηλαδή, τίποτε άλλο παρά έναν χαμηλότατης στάθμης τεχνολογικό και πολιτιστικό μέσο όρο που έχουμε δικαίωμα να απολαμβάνουμε στις κοινωνίες της μαζικής κουλτούρας.

Ο τεχνολογικός κομφορμισμός ενάντια στα κοινωνικά κινήματα

Η κουβέντα περί τεχνολογίας αποτελεί μια καλή αφορμή για να απεγκλωβιστούμε από το θεωρητικό σχήμα της καταστολής και του παντοδύναμου κράτους, το οποίο κυριαρχεί στις αναλύσεις των παραδοσιακών πολιτικών χώρων στο πλαίσιο του αντιαυταρχικού φαντασιακού που τους διαπνέει (και το οποίο, όπως είδαμε, κυριαρχεί ακόμη και στη σκέψη ενός συγγραφέα όπως ο Κούρτσιο, ο οποίος τονίζει, κατά τα άλλα, τις ευθύνες του ατόμου στην υποταγή του στην «Εικονική Αυτοκρατορία»). Έχει, νομίζουμε, φανεί από τα παραπάνω ότι είναι κυρίως οι πληθυσμοί που συμπλέουν με το νεοτεχνολογικό φαντασιακό και υιοθετούν την κομφορμιστική στάση ζωής που ταιριάζει στις κοινωνίες της μαζικής κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία σήμερα δεν είναι εργαλείο στα χέρια της κοινωνίας για ευημερία και πρόοδο αλλά αποκλειστικά μέσο προσωπικής διάκρισης εντός του καταναλωτικού ανταγωνισμού στον οποίο συμμετέχουν τα μέλη της. Άλλωστε, από πολιτική σκοπιά, ο άνωθεν κοινωνικός έλεγχος -είτε εντός αυταρχικών καθεστώτων είτε στις σημερινές (παρακμάζουσες) φιλελεύθερες ολιγαρχίες- αποκτά σημασία μόνο όταν υπάρχουν σοβαρά κοινωνικά κινήματα και πολιτικοί αγώνες που προβάλλουν επίμονα αντιστάσεις. Στην λιμνάζουσα εποχή μας, επομένως, το πρωτεύον είναι μάλλον να εξετάσουμε τις ανθρωπολογικές συνθήκες που καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη την ανάπτυξη νέων κινημάτων. Ως εκ τούτου θα πρέπει πάντα να διερευνούμε τι επιπτώσεις έχει η σύγχρονη «τεχνολογικοποιημένη» ζωή στην ανθρωπολογική συγκρότηση των υποκειμένων.

Μήπως, λοιπόν, η έλλειψη δυναμικών κινημάτων αμφισβήτησης της σημερινής κοινωνίας θα πρέπει να αποδοθεί, όχι τόσο σε κάποιου είδους πρόσκαιρης υποχώρησης της πολιτικής και ταξικής συνείδησης, όπως συνήθως διατυμπανίζει η Αριστερά, αλλά κατά βάση στην ολοένα και πιο παγιωμένη τάση αποσύνθεσης των κοινωνικών δεσμών και της ίδιας της έννοιας της συλλογικότητας; Μήπως στην αδυναμία εμφάνισης πολιτικών αγώνων στις πόλεις και τις γειτονιές τους συμβάλλει και ο ναρκισσιστικός τρόπος ζωής ο οποίος διά του τεχνολογικού εθισμού μας αναπαράγεται και γιγαντώνεται; Πόσο θετικό ή πόσο αρνητικό είναι το κινηματικό ισοζύγιο που έχει να επιδείξει η πολυθρύλητη προσβασιμότητα στην υπερ-πληροφόρηση, όταν η κύρια λειτουργία της -αν το εξετάσουμε καλά το πράγμα- είναι μάλλον η ολοκληρωτική μας προσρόφηση στην ευκολία και στον αυτοματισμό της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας; Εν τέλει, ενώ σήμερα η εξάπλωση της ψηφιακής κουλτούρας οδηγεί στην πλήρη παρακμή και εξαφάνιση κάθε στοιχείο κοινωνικού δεσμού, μήπως μας απασχολεί απλώς το ότι παρακολουθούν τα γκατζετάκια μας;

Η ανθρωπολογική υπέρβαση: προς μια κοινωνία των ορίων

Δεδομένων όλων αυτών, τι περιθώριο υπάρχει για τις σημερινές κοινωνίες να ξεκολλήσουν από τα αδιέξοδά τους; Είναι λύση μια ολική άρνηση της τεχνικής -κατά τη λογική της «άρνησης του υπάρχοντος» για την οποία συχνά ακούμε στα υπερεπαναστατικά συνθήματα ή τα τσιτάτα των αναρχικών; Μάλλον όχι, μιας και είναι τόσο ολοκληρωτική η διείσδυση της νεοτεχνολογίας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας που μια τεχνολογική άρνηση θα επέφερε τρομερές δυσκαμψίες και δυσλειτουργίες στην κοινωνική μας ζωή. Δεν μιλάμε εδώ για κάποιες μηχανές στα εργοστάσια ή σε μεταφορικά μέσα κ.λπ. αλλά για ένα ολικό σύστημα που εμπλέκεται με την παραγωγή, την εργασία, την εκπαίδευση, την κατανάλωση, τη διασκέδαση, την ίδια την επικοινωνία σε κάθε επίπεδο, και αναλαμβάνει τον ρόλο μιας δεύτερης φύσης για τον άνθρωπο. Ως εκ τούτου μια έστω και στα χαρτιά απόρριψη αυτού του τεχνικού συστήματος μπορεί και να οδηγούσε σε ένα είδος «πυρηνικής καταστροφής» από τη στιγμή που δεν έχουμε με τι να το αντικαταστήσουμε, παρόλο που θα πρέπει ούτως ή άλλως να μειωθεί η έκταση και η ικανότητα αυτού του συστήματος να παρεμβαίνει στην κοινωνική και προσωπική ζωή.

Η συζήτηση μας φέρνει και πάλι μπροστά στο αδιέξοδο που βάζει η επικράτηση του αντιαυταρχικού φαντασιακού στην εποχή μας: όταν η κυρίαρχη λογική αυτού του κόσμου είναι η -στο όνομα του προοδευτισμού- «απελευθέρωση» από κάθε νόρμα, ρίζωμα, μόνιμη ταυτότητα, παράδοση, και γενικότερα κάθε «διαμεσολάβηση»∙ όταν με άλλα λόγια τα πάντα συγκροτούνται με αρνητικό τρόπο, τότε θα πρέπει να αγωνιστούμε υπέρ μιας υγιώς συντηρητικής αντίληψης που θα επαναφέρει με μια θετικότητα την ιδέα της ανθρώπινης χειραφέτησης και θα προσπαθεί να διατηρήσει και να προστατέψει -δηλαδή να συντηρήσει- στοιχεία και αρετές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που φθείρονται συστηματικά από τη σύγχρονη οικονομία και τεχνική[2]. Ετούτο, βέβαια, είναι και το δύσκολο σε μια κοινωνία που έχει μάθει να λειτουργεί μέσω της αποσύνθεσης και της διάλυσης κάθε στέρεου πράγματος. Όπως αναφέρει ο Ζαν-Μαρκ Μαντοζιό, «το καθήκον μας είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολο από ό,τι στην εποχή των λουδιτών, καθώς δεν έχουμε πλέον τίποτε σταθερό στο οποίο θα μπορούσαμε να στηριχτούμε. Ή, ορθότερα, δε μας μένει πλέον παρά ένα μόνο πράγμα που το κατέχουμε αποκλειστικά: η ανθρωπινότητά μας»[3].

Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται γενικόλογα, ωστόσο, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος -αν και όχι πολύ πιθανός- είναι μια θεμελιακή επανεκκίνηση της δημιουργικής δραστηριότητας και φαντασίας της κοινωνίας (όπως θα έλεγε και ο Καστοριάδης) προς την κατεύθυνση της επανεκτίμησης των ορίων, της απλότητας, της αξίας χρήσης και ορισμένων βασικών στοιχείων του κοινωνικού είναι, όπως η συνείδηση του μέτρου και της θνητότητας, η αρμονική σχέση με τη φύση, η αλληλεγγύη μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων κ.λπ. Μια τέτοια ευρύτερη πολιτισμικά ή ανθρωπολογικά υπέρβαση είναι απαραίτητη για την έξοδο από το καθεστώς ασημαντότητας. Μια τέτοιου είδους υπέρβαση συνιστά -και ως τέτοια την αντιλαμβανόμαστε- η ιδέα της αποανάπτυξης, την οποία σπεύδουμε με κάθε ευκαιρία να υπερασπιστούμε σε τούτο το περιοδικό. Μέσω της θεμελιακής αυτής μεταστροφής θα αμφισβητηθεί και η καταστροφική παράνοια της νεοτεχνολογίας, ανοίγοντας ίσως τον δρόμο προς ένα πιο δημοκρατικό τεχνικό σύστημα: μια δημοκρατικού τύπου τεχνική που, αντί να ιεροποιεί και να ενσαρκώνει την υπέρβαση κάθε ορίων, θα προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να τα ορίζει ο ίδιος κάθε φορά προς όφελος του συλλογικού καλού.

[1] Οι γκρίνιες για το Διαδίκτυο, ό.π.

[2] Για μια πιο αναλυτική παρουσίαση αυτού που αποκαλούμε «υγιή συντηρητισμό» βλ. την βιβλιοκριτική του Ν. Κασφίκη στο παρόν τεύχος σχετικά με τον Όργουελ και τις έννοιες common sense και common decency που ο ίδιος επεξεργάστηκε στο πλαίσιο του οράματος του δημοκρατικού σοσιαλισμού το οποίο προωθούσε.

[3] Ζ. Μ. Μαντοζιό, Το τέλος του ανθρώπινου είδους; (μέρος β), μτφρ. Ν. Μάλλιαρης, Πρόταγμα τ.7, Οκτώβριος 2014, σ. 138.

This entry was posted in Κείμενα. Bookmark the permalink.

4 Responses to Από την τεχνοφιλία…στην Αποανάπτυξη

  1. Παράθεμα: Από την τεχνοφιλία…στην Αποανάπτυξη – manolisgvardis

  2. Ο/Η georgeP λέει:

    Μήπως στην Ελλάδα του 22% ανεργίας και της ανύπαρκτης βιομηχανίας η αποανάπτυξη φαντάζει αφ’ υψηλού και άκαιρη; Μήπως η »παλιά καλή καπιταλιστική» ανάπτυξη θα ήταν αποτελεσματικότερη;

  3. Ο/Η Michael Theodosiadis λέει:

    Μιλώντας αρχικά με βάση το σχόλιο του Γιώργου, θα πω ότι οι τοποθετήσεις του O’ Neil σε ό,τι έχει να κάνει με την παλαβομάρα της Πολιτικής Ορθότητας των αριστερών, τη φρενίτιδα των Identity Politics και του campus culture, είναι σε πολλά σημεία της ορθή. Δεν θα μπορούσα, δηλαδή, να τα πάω καλύτερα από ότι ο ίδιος στην ομιλία του που βλέπετε παρακάτω

    Ωστόσο, θεωρώ ότι η θεωρητική του βάση, πως ο Διαφωτισμός είναι το αντίδοτο σε κάθε ανθρώπινη μιζέρια, είναι άστοχη. Όλη η άρνηση της προ-νεωτερικής σκέψης και αντίληψης, όπως πχ βλέπουμε εδώ, δεν ευσταθεί καθόλου. Η ιδέα πως ο μεσαίωνας ήταν μια περίοδος απόλυτου θρησκευτικού σκότους σε αντίθεση με τη νεωτερικότητα που (δήθεν) απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τις προκαταλήψεις είναι ανιστόρητη και μονομερής. Κριτικοί σε τούτη την ιδέα δεν είναι μόνο ορισμένοι δεύτερης διαλογής θεωρητικοί – όπως ο Αντόρνο -, αλλά και στοχαστές που εμβάθυναν περισσότερο τη σκέψη τους, όπως ο Μπάουμαν, και πολύ περισσότερες επιρροές προνεωτερικής φιλοσοφίας, ως απάντηση στα νεωτερικά τερατουργήματα, βλέπουμε στη σκέψη της Βέιλ για τις ρίζες και την εντοπιότητα. Αυτή την αντίληψη, περί βάρβαρου προ-νεωτερικού ανθρώπου, συναντάμε διάχυτα στις φιλελεύθερες κριτικές αναφορικά με τον ολοκληρωτισμό και τον φασισμό. Αυτές οι κριτικές διατείνονται πως τα ιστορικά ρεύματα τούτα αντικατοπτρίζουν την απόρριψη της νεωτερικότητας, και για τον λόγο αυτό οδήγησαν στη βαρβαρότητα του πολέμου και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ευτυχώς οι αναλύσεις του Μπάουμαν και της Άρεντ μας δίνουν να καταλάβουμε ότι η νεωτερικότητα, με τον μιλλεναρισμό και την ιδέα της προόδου, έθεσαν τις βάσεις για την ολοκληρωτική εξουσία. Ήταν η ίδια η νεωτερικότητα που καλλιέργησε την ιδέα πως η ανθρώπινη ιστορία βαδίζει προς τα εμπρός, σα να πρόκειται για έναν σιδηρόδρομο προς τον ουρανό (βλ Nathaniel Hawthorne – The Celestial Railroad). Η επιστήμη, που τόσο πολύ εξυψώθηκε από τον νεωτερικό άνθρωπο, εισήλθε στην πολιτική θεωρία. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: η ιδέα της προόδου παντρεύτηκε με τον επιστημονισμό, πράγμα που βλέπουμε σε ουτοπικές ιδεολογίες που βλέπουν την ανθρώπινη ιστορία σα να είναι ένα τραίνο. Το τραίνο αυτό, με μαθηματική ακρίβεια (επιστημονική, αλλιώς) οδηγείται προς τον τερματικό του σταθμό, δηλαδή την απόλυτη εκπλήρωση όλων των επιθυμιών της ανθρωπότητας. Όσοι αμφισβητούν τη θεωρία αμφισβητούν την τελειότητα, και άρα είναι εχθροί της ανθρώπινης ευημερίας. Θέλουν να σπρώξουν το τραίνο πίσω στην αφετηρία, πίσω στη βαρβαρότητα, την οποία οφείλουμε να αφήσουμε πίσω μας ενώ κατευθυνόμαστε προς το τέρμα. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αποτελούν μια από τις πιο ακραίες εκδοχές της πρακτικής εφαρμογής τέτοιων θεωριών.

    Αυτή, η διόλου μή μεσσιανική ιδέα, αναπαράγεται από τις ουτοπικές νεωτερικές ιδεολογίες δεν είναι παρά μια ύβρις. Μόνο σε ανελεύθερες εξουσίες μπορούν να οδηγήσουν τέτοιες αντιλήψεις, όχι μονάχα εξαιτίας της προοδευτικότητάς τους, αλλά και γιατί η «νέα κοινωνία» που διατείνονται ότι μια μέρα θα ανατείλει, είναι προϊόν πολιτικών εφαρμογών που ένα πεφωτισμένο politurbo θα επιβάλει, και το μόνο που θα πρέπει εμείς να κάνουμε είναι να συναινούμε μαζί του, ενώ ταυτόχρονα πασχίζουμε, με αγώνες και θυσίες (οι οποίες θυσίες τί περιλαμβάνουν, σε μια τέτοια φάση γνωρίζουμε πολύ καλά) να καθυποτάξουμε το μέλλον μας. Το politurbo, οι ανώτατες εξουσίες και οι policy makers στον ρόλο του απόλυτου homo faber λοιπόν, στην εργαλειοποίηση κάθε πτυχή της ζωής μας. Με άλλα λόγια, κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης υπάγεται στις προσταγές αυτών που δημιουργούν τις νέες συνθήκες μέσα από πολιτικές κινήσεις. Τί μπορεί, βέβαια, να σημαίνει κάθε πτυχή της ζωής μας; Τα πάντα: από έλεγχο στην καθημερινή μας συμπεριφορά μέχρι και απόλυτη κυριαρχία πάνω στη φύση. Όπως ο homo faber επεμβαίνει στη φύση και δίνει μορφή, έτσι και η ηγεσία επεμβαίνει πάνω στην «ακατέργαστη» κοινωνία, της δίνει μορφή, αλλά την ίδια εργαλειακότητά επιδεικνύει και πάνω στη φύση! Βέβαια, δεν είναι μόνο τα ολοκληρωτικά κινήματα που αναπαρήγαγαν το ιδεώδες της προόδου και του homo faber. Ο δυτικός φιλελευθερισμός – όπως πολύ σωστά είχε πει ο Λας – έπραξε ακριβώς το ίδιο, όντας ένας μπασταρδεμένο τέκνο που από τη μια εμπνέεται από την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή φιλοσοφία (την οποία, βέβαια, αναπαράγει μυωπικά και κουτσουρεμένα) αλλά την ίδια στιγμή ενσωματώνει την μαθηματικοποίηση και την εργαλειοποίηση που το καπιταλιστικό σύστημα προωθεί.

    Σε ό,τι αφορά την ιδέα της προόδου, αντιγράφω από προηγούμενο άρθρο μου.

    …την ιδέα της αέναης Προόδου, της συνεχόμενης δηλαδή μεγέθυνσης της οικονομίας, όπως την δίδαξαν οι Thomas Hobbes και John Locke[6]. Ο πρώτος θεωρούσε ότι οι άνθρωποι επιθυμούν συνεχώς να συσσωρεύουν όσο το δυνατό περισσότερο πλούτο γίνεται, όχι λόγω κάποιας έμφυτης απληστίας, αλλά γιατί η συνεχόμενη συσσώρευση και κατοχή πλούτου και αγαθών μειώνει το συναίσθημα της ανασφάλειας σχετικά με την επιβίωση. Αυτή η τάση, ωστόσο, για ασταμάτητη συσσώρευση οδηγεί σε έναν πόλεμο ad infinitum, καθότι όλοι μας, στην προσπάθειά μας να διεκδικήσουμε υλικά αγαθά, παραβιάζουμε, λεηλατούμε και καταπατούμε την περιουσία άλλων. Έτσι, ως μοναδική λύση για την επίτευξη ειρήνης, ο Hobbes προωθεί την ιδέα ενός απόλυτου μονάρχη -του υπερδύναμου Λεβιάθαν. Ο Locke αντικαθιστά την απολυταρχία του Hobbes με την αέναη παραγωγή υλικών αγαθών και την υπερσυσσώρευση χρήματος: όσο περισσότερα υλικά παράγονται τόσα περισσότερα θα βρίσκονται διαθέσιμα. Όμως, θα πρέπει να παράγονται όλο και περισσότερα μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, καθώς οι ανθρώπινες επιθυμίες είναι ακόρεστες και οι άνθρωποι ζητούν όλο και πιο πολλά. Συνεπώς, καταλήγουμε στην ιδέα της μεγέθυνσης, η οποία είναι απόλυτα ταυτισμένη με τη δημιουργία του έθνους-κράτους, το οποίο όντας γέννημα θρέμμα της αστικής τάξης (για την οποία η ιδέα της Προόδου αποτελεί βασικό εκφραστή) ενσωματώνει τις αξίες και τα ιδανικά της, δηλαδή την ολοένα και αυξανόμενη μεγέθυνση της οικονομίας.

    Ιδού λοιπόν πώς η θεωρία της προόδου και της ανάπτυξης συνυπάρχουν, ή για να το θέσουμε πιο σωστά, πώς η μία τροφοδοτεί την άλλη. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί λοιπόν εδώ είναι όχι αν χρειαζόμαστε ανάπτυξη – για την ώρα – ή αποανάπτυξη, αλλά τί είδους παραγωγή χρειαζόμαστε. Το σίγουρο είναι ότι α) δεν χρειαζόμαστε ανάπτυξη ad infinitum και β) χρειάζεται να έχουμε μια Χ παραγωγή, το μήνα, το χρόνο, κτλ, ώστε να ταΐσουμε στόματα. Αν η παραγωγή δεν καλύπτει τις ανάγκες μας τότε ναι, μια «ανάπτυξη» επείγει, όχι όμως στο βαθμό που θα μετατραπεί σε αυτοσκοπός. Μια «ανάπτυξη» ώστε να μπορούν να καλυφθούν τα αναγκαία, για να το πω πιο λαϊκά. Η ad infinitum ανάπτυξη, ως αποτέλεσμα της υβριστικής προόδου, δεν οδηγεί πουθενά παρά στην καλλιέργεια νέων ψευτο-αναγκών, οι οποίες θα απαιτήσουν αύξηση της παραγωγής, ξανά και τούμπαλιν. Μια νέα οικονομία, με άλλα λόγια, δεν μπορεί παρά να είναι συντηρητική.

    Όλα τα υπόλοιπα, περί ανάγκης για παραπάνω τεχνολογία, για περισσότερη ανάπτυξη (δίχως να προκαθορίζουμε τί εννοούμε λέγοντας ανάπτυξη), περί σκοταδισμού και «μεσαίωνα» δεν είναι παρά ιδεολογήματα. Παραδόξως, την ίδια ανοησία αναπαράγει και ο Καστοριάδης, όταν λέει πως στον μεσαίωνα δεν υπήρχε τίποτα παρά ερμηνεία θρησκευτικών κειμένων. Και όμως, ο άνθρωπος και πριν τη νεωτερική εποχή έψαχνε, ερευνούσε, μελετούσε… η ιδέα πως ο προ-νεωτερικός άνθρωπος ήταν ακαλλιέργητος και σκοταδιστής είναι μονομερής και μας δείχνει μόνο τη μία εκδοχή του κόσμου πριν την επικράτηση του νεωτερικού τεχνοπολιτισμού. Όσο για τον Brendan O’ Neil, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένας έντιμος φιλελεύθερος. Σαφέστατα προτιμότερος από τους αριστερούς μεταμοντέρνους κοσμομόλους των campuses και της ακαδημαϊκής παρακμής.

Σχολιάστε