Ορισμένες παρατηρήσεις περί Αριστεράς, θρησκείας και εκκοσμίκευσης με αφορμή το μπουρκίνι

 

      Ο ντόρος που προκλήθηκε στη Γαλλία –αλλά και εκτός αυτής, σε δημοσιογραφικό και ιδεολογικό επίπεδο- με το περίφημο μπουρκίνι δείχνει -σε ό,τι μας αφορά- για ακόμη μια φορά το απογοητευτικό ιδεολογικό επίπεδο της σύγχρονης μεταμοντέρνας, «αντιρατσιστικής» και ως εκ τούτου πολιτιστικά φιλελεύθερης Αριστεράς, όπως επίσης βέβαια και των αναρχικών που, ως προς αυτό το πλέγμα ζητημάτων (αντιρατσισμός, στάση απέναντι στις μειονότητες και την «πολιτιστική διαφορά» κ.λπ.), συνιστούν ουρά της. Στην περίπτωση της άχρηστης και κωμικής απαγόρευσης του γελοίου αυτού ενδύματος φανερώνονται όλα τα προβληματικά στοιχεία της ιδεολογίας της δεκαετίας του ’60, τούτου του πανεπιστημιακού και νεολαιίστικου «μαρξισμού» που αντικατέστησε τον ομόλογό του τού εργατικού κινήματος, και μάλιστα στην πιο κωμική τους εκδοχή: αδυναμία στοιχειώδους κοινωνικής ανάλυσης και, ως εκ τούτου, εκτίμησης της εκάστοτε συγκυρίας και κατανόησης της σημασίας της, άκρατος αντιδυτικισμός, αφελής φιλοεξωτισμός, ρατσιστοφοβία, θυματική αντίληψη περί των μη δυτικών λαών, άκριτη αποθέωση της πολυπολιτισμικότητας, ατομοκεντρική αντίληψη περί ελευθερίας κ.ο.κ. Αν για μια ακόμη φορά τοποθετούμαστε κριτικά πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι γιατί διαπιστώνουμε πόσο αποκομμένοι βρίσκονται από την πραγματικότητα οι πολιτικοί χώροι που υποτίθεται πως είναι φορείς διαύγειας και κριτικού πνεύματος, εμπνεόμενοι από το περίφημο σύνθημα «η αλήθεια είναι επαναστατική».

      Η υπόθεση μπουρκίνι συνιστά κομμάτι του ευρύτερου ζητήματος των σχέσεων ανάμεσα στη Δύση και τον μουσουλμανικό κόσμο. Σε ό,τι μας αφορά, έχουμε επανειλημμένως σχολιάσει αυτήν την προβληματική κατάσταση, ειδικά από την άποψη της αδυναμίας Αριστεράς και αναρχικών να τοποθετηθούν με στοιχειώδη σοβαρότητα απέναντι στα θεμελιώδη ερωτήματα που ανακινεί ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται σήμερα οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις δύο πολιτιστικές παραδόσεις. Όπως συμβαίνει κατά κανόνα όταν μιλάμε για αριστερό και αναρχικό σχολιασμό πτυχών του συγκεκριμένου ζητήματος, έτσι κι εδώ, άτομα τα οποία ουδέποτε έχουν έρθει σε επαφή με μουσουλμάνους και μουσουλμάνες ως φίλοι ή φίλες, εραστές ή ερωμένες (έστω με άτομα που προέρχονται από μουσουλμανικές κοινωνίες δίχως να ‘ναι θρησκευόμενα, πράγμα πολύ πιο εφικτό ως προς το δεύτερο σκέλος του σεναρίου!), ώστε να γνωρίσουν καλύτερα τι συμβαίνει μέσα στις μουσουλμανικές κοινότητες, βγαίνουν και τοποθετούνται με βαρύγδουπες μάλιστα εκφράσεις, πλήρεις βεβαιότητας, για καταστάσεις των οποίων γενικά αγνοούν βασικές παραμέτρους (θυμίζοντάς μας την αγανάκτηση του Ηλία Πετρόπουλου με τις συνήθειες των ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού). Κλεισμένοι κατά κανόνα στ’ αριστεροφοιτητικά τους γκέτο, οι έλληνες αριστεροί και αναρχικοί που ζουν στη Γαλλία, αν δε μεταφέρουν αυτούσια τη γραμμή των οικείων τους γαλλικών πολιτικών οργανώσεων, απλώς αναπαράγουν όσα διαβάζουν στη Libération, το Mediapart κι όλα τα υπόλοιπα φερέφωνα της καθεστυκίας και πολιτιστικά φιλελεύθερης γαλλικής Αριστεράς των παρισινών σαλονιών. Επόμενο είναι, λοιπόν, να διαδίδουν μια σειρά μύθων τους οποίους αναπαράγουν άθελά τους ακόμη και μετρημένες και «τίμιες» αναλύσεις.

«Θεσμικός ρατσισμός» ενάντια στους μουσουλμάνους;

Οι αντιδράσεις κατά της απαγόρευσης των ολόσωμων μαγιώ είχαν ένα καλό και ένα κακό. Το καλό είναι ότι έδειξαν το πραγματικό περιεχόμενό της: θεσμικός ρατσισμός, με τα όλα του. Το κακό είναι ότι άργησαν. Έπρεπε, άραγε, να κυκλοφορήσει η φωτογραφία με τους γάλλους μπάτσους που «γδύνουν» (και κόβουν πρόστιμο σε) μια μουσουλμάνα σε κάποια αμμουδιά για να υπάρξει μια κάποια κατακραυγή; Δεν ήταν αρκετές από μόνες τους οι ρατσιστικές αποφάσεις;

Sarajevomag.gr,

27/8/2016

      Διότι, κατά τα άλλα, οι πιο βαρβάτα ιδεολογικές αναλύσεις βαδίζουν σταθερά προς το παραλήρημα. Η εικόνα που αποκομίζει κανείς είναι πως η Γαλλία είναι μια χώρα βαθειά ρατσιστική που δεν ασχολείται με άλλο πράγμα πέραν του στιγματισμού, της περιθωριοποίησης και του εξευτελισμού των μουσουλμάνων της πολιτών. Οι βαθειές αλλαγές που γνώρισε η χώρα μετά τη δεκαετία του ’60 δε φαίνεται να μετρούν διόλου γι’ αυτούς τους ιδεολόγους κι έτσι η Γαλλία συνεχίζει να θεωρείται αποικιακή δύναμη, με τη μόνη διαφορά πως πλέον εφαρμόζει τις αποικιοκρατικές της μεθόδους στο εσωτερικό της: εις βάρος όλων αυτών των πολιτών των πρώην αποικιών της που συρρέουν –σε πείσμα της καταπίεσης και των εξευτελισμών- στη ρατσιστική μητρόπολη. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, η απόφαση 30, δημάρχων (ανάμεσα στους περίπου 800 παράκτιους δημους της χώρας) να απαγορεύσουν το μπουρκίνι στις παραλίες των πόλεών τους πήρε χαρακτήρα συμβολικό, δηλωτικό των πραγματικών προθέσεων του καθεστώτος.

      Φυσικά σχεδόν όλοι οι εν λόγω δήμαρχοι είναι δεξιοί, μιας και το ανατολικό κομμάτι του γαλλικού Νότου (από τη Μασσαλία ως τη Νίκαια) είναι παραδοσιακά δεξιό ή ακόμη και ακροδεξιό (όπως στο Βαρ, γύρω απ’ την Τουλόν), ενώ και η Κορσική -το μόνο μέρος ίσως της Γαλλίας όπου υπάρχουν ακόμη πραγματικοί Καθολικοί-, πάντοτε επιδείκνυε μια σχετική αλλεργία απέναντι στο Ισλάμ. Χαρακτηριστικό δείγμα του αμετροεπούς τρόπου με τον οποίο αναλύει και σκέφτεται η Αριστερά πλέον τον κόσμο, είναι το γεγονός ότι πριν αλέκτωρ λαλήσει τρείς, έσπευσε να αναγνωρίσει στα 32 περιστατικά επιβολής προστίμου ή εξαναγκασμού αφαίρεσης του μπουρκίνι που σημειώθηκαν στις γαλλικές παραλίες -μέχρι τελικά να αρθεί η απαγόρευση μετά από απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας- το στυγνό πρόσωπο κάποιας δήθεν προϊούσας ολοκληρωτικής απειλής. Μιας αντίδρασης γελοιωδώς πανομοιότυπης είχαμε γίνει μάρτυρες λίγους μήνες πριν, κατά την περίφημη κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά το λουτρό αίματος στο Μπατακλάν τον περασμένο Νοέμβρη, όπου οδηγούμασταν, τότε, σε επιβολή στρατιωτικού νόμου και δικτατορία! Εξέλιξη που έδενε άψογα, εξάλλου, με τις λογιών θεωρίες συνομωσίας που θέλαν το γαλλικό κράτος να βρίσκεται πίσω απ’ τις επιθέσεις, ώστε να επιβάλλει, πατώντας πάνω στον φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών, τα καταχθόνια σχέδιά του. Κατ’ ειρωνεία της τύχης, και στις δύο περιπτώσεις το ίδιο το γαλλικό κράτος αποδείχτηκε αντιαυταρχικότερο των κινημάτων, καθώς βρέθηκε το ίδιο να μπλοκάρει τις τάσεις αυτές κι ενώ η λαϊκή αντίδραση ήταν μηδαμινή[1].

      Άλλωστε το γεγονός πως όλη αυτή η αντιμπουρκινική κινητοποίηση του γαλλικού κράτους κρίνεται ορθά ως υπερβολική, αποδεικνύει κάτι βασικό: ότι η γαλλική κοινωνία έχει επιδείξει αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα τον τελευταίο χρόνο, καθώς, ενώ έχει επανειλημμένως πληγεί και με πολύ θεαματικό τρόπο μάλιστα, ουδέποτε στράφηκε ενάντια σε όσους ενδεχομένως να υποστήριζαν αυτές τις επιθέσεις –εναντίον όσων, εν πάση περιπτώσει, ποτέ ως τώρα δε βγήκαν να τις καταδικάσουν μαζικά: εναντίον, δηλαδή, των γάλλων μουσουλμάνων. Τι έχει όμως να πει γι’ αυτό η Αριστερά, που για δεκαετίες βαυκαλίζεται με τις θεωρίες της περί της «ρατσιστικής και ισλαμοφοβικής Γαλλίας», περί του «ρατσιστικού γαλλικού κράτους»; Στοιχειώδης θεωρητική συνοχή θα επέτασσε εν προκειμένω –αν πιστεύουμε σ’ αυτά τα ιδεολογήματα- σύνταξη με το γαλλικό κράτος, στα πλαίσια μιας έσχατης προσπάθειας προστασίας των (πολύ) πιθανών θυμάτων ισλαμοφοβικών επιθέσεων –άλλωστε αυτό υπήρξε το ρητό σκεπτικό ορισμένων δημάρχων, όπως ο σοσιαλιστής Ange-Pierre Vivoni στη Μπαστιά της Κορσικής, μετά από ένα περιστατικό που σημειώθηκε σε πλαζ της περιοχής (βλ. παρακάτω): «Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ρατσιστής. Αντιθέτως, θέλω να προστατέψω τους δημότες μου και ιδιαίτερα τους μουσουλμάνους δημότες μου, καθώς πιστεύω πως είναι τα πρώτα θύματα αυτών των εξτρεμιστικών προκλήσεων». Ανάλογο ήταν και το σκεπτικό του δημάρχου των Κανών: σε μια εποχή με νωπά ακόμα τα τζιχαντιστικά χτυπήματα σε Νίκαια και Σεντ Ετιέν ντι Ριβρέ, το να εμφανίζεται μια γυναίκα στην παραλία –εκεί δηλαδή όπου όλοι κυκλοφορούν απλώς με το μαγιώ τους- μ’ ένα ένδυμα τόσο επειδικτικά δηλωτικό της πίστης στον Αλλάχ, θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως πρόκληση, θέτοντας κίνδυνο συγκρούσεων και άσκησης βίας.

      Σε κάθε περίπτωση, αν δει κανείς τα πράγματα από τη σκοπιά της διατήρησης της δημόσιας τάξης και υπό το φως του περίφημου περιστατικού στη Μπαστιά που πέρασε απαρατήρητο στα καθ’ ημάς, η απόφαση αυτή εντάσσεται στα διάφορα μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνουν οι δήμοι ή οι κυβερνήσεις με σκοπό την αποφυγή επεισοδίων και συγκρούσεων σε περιόδους έντασης (όπως συνέβη, π.χ., αμέσως μετά το αποτυχημένο τουρκικό πραξικόπημα, όταν στη Γερμανία απαγορεύτηκε η δημόσια αναμετάδοση μηνύματος του Ερντογάν, κατά τις σχετικές φιλοερντογανικές και αντιερντογανικές διαδηλώσεις, προκειμένου να μη δυναμιτιστεί το κλίμα)[2]. Σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν εκφράζει τάσεις διωγμού των μουσουλμάνων γυναικών. Στο πιο «ακραίο» σενάριο της υπόθεσης, δείχνει την προσπάθεια ορισμένων –απεγνωσμένων, αν σκεφτούμε και τον υπό γενική ανυποληψία Σαρκοζί!- κύκλων της Δεξιάς να τρίξουν τα δόντια στους πιο συντηρητικούς και φανατικούς εκ των μουσουλμάνων μέσω της δόλιας πολιτικής χρήσης νομικά και συνταγματικά έγκυρων μέσων που προβλέπονται όμως για ειδικές περιπτώσεις (γι’ αυτό και ένα τοπικό δικαστήριο είχε αρχικά επικυρώσει τη σχετική απαγόρευση). Εν τέλει, το Συμβούλιο της Επικρατείας της χώρας έκρινε τη λήψη τούτων των μέτρων στη συγκεκριμένη περίσταση αντισυνταγματική, διευθετώντας το ζήτημα. Κι όπως και στην περίπτωση της αποτυχίας του Ολάντ να εντάξει στο Σύνταγμα την επ’ αόριστον κηρυξη της χώρας σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, έτσι κι εδώ μας έμεινε στο ράφι η ρητορική περί «φασισμού», «θεσμικού ρατσισμού», «στοχοποίησης του εσωτερικού εχθρού» και πάει λέγοντας.

            Η τακτική του Ισλαμικού Κράτους και η αβουλία των μουσουλμάνων

            Όπως έχει δηλώσει ρητά το ΙΚ, η στραγητική που ακολουθεί έχει στόχο να εξοργίσει τους ιθαγενείς δυτικούς πληθυσμούς και να τους στρέψει ενάντια στους μουσουλμάνους συμπολίτες τους, με σκοπό οι τελευταίοι ν’ αναγκαστούν να «ριζοσπαστικοποιηθούν» ως απάντηση στις ρατσιστικές επιθέσεις των δυτικών, απορρίπτοντας τη Δύση και στρατευόμενοι στις τάξεις της οργάνωσης. Το σχέδιο όμως δε λειτουργεί, καθώς οι δυτικές κοινωνίες –και πρώτη και καλύτερη η Γαλλία- έχουν δείξει αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, μιας και πουθενά δεν έχουν παρατηρηθεί μαζικές ρατσιστικές ή ισλαμοφοβικές επιθέσεις, πογκρόμ κ.ο.κ. Στην πιο ακραία περίπτωση, έχουμε απλώς τη διοργάνωση αντιμουσουλμανικών διαδηλώσεων, όπως συμβαίνει στη Γερμανία με το PEGIDA. Καμία όμως άσκηση μαζικής και «κινηματικής» βίας από όχλους ισλαμοφοβικών εθνικιστών στην καθημερινότητα.

            Οι μουσουλμάνοι όμως ελάχιστα δείχνουν να το λαμβάνουν υπόψη τους. Κρύβονται πίσω από το σόφισμα ότι οι τρομοκράτες «δεν είναι πραγματικοί μουσουλμάνοι» προκειμένου ν’ αποφύγουν κάθε διαδικασία διερώτησης πάνω στις πιθανές σχέσεις της πίστης τους με τον τζιχαντισμό. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δε νιώθουν την παραμικρή ανάγκη να βγουν και να καταδικάσουν μαζικά και απερίφραστα αυτές τις επιθέσεις –η μόνη περίπτωση όπου παρατηρήθηκε κάποια δημόσια καταγγελία από πλευράς μουσουλμάνων ήταν μια πορεία μνήμης για τον νεκρό αστυνομικό της Μανιανβίλ του Ιλ ντε Φρανς, τον περασμένο Ιούνιο στη διπλανή Μαντ Λα Ζολί (όχι ιδιαίτερα μεγάλη κι όπου δε συμμετείχε ιδιαίτερα η νεολαία –φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί και στις πανγαλλικές πορείες που ακολούθησαν την επίθεση στο Σαρλί Εμπντό) και η συμμετοχή σε μια κοινή λειτουργία στη μνήμη του πατέρα Ζακ Αμέλ που δολοφονήθηκε στο Σεντ Ετιέν ντι Ριβρέ, κοντά στη Ρουέν, τον προηγούμενο Ιούλιο. Η τρανταχτή απουσία πλατιών διεργασιών στα πλαίσια της μουσουλμανικής κοινότητας σχετικά με το πιθανό περιεχόμενο και την ουσία ενός γαλλικού ή ευρύτερα ευρωπαϊκού Ισλάμ και τις διαφορές σε δογματικό και ευρύτερο θεολογικό επίπεδο από αυτό που ευαγγελίζεται το Χαλιφάτο, τόσο στην κλίμακα των κοινών πιστών, όσο και σε επίπεδο ηγεσίας, αποτελεί εξάλλου ένα θεμελιώδες πρόβλημα στο πλαίσιο αυτό, μαρτυρώντας κατά τη γνώμη μας την αμφιθυμία του μουσουλμανικού κόσμου μπροστά στις πρόσφατες εξελίξεις.

            Δυστυχώς την ίδια στάση φαίνεται να κρατούν κι οι δυτικοί αριστεροί και αναρχικοί που δε βλέπουν κάτι το περίεργο στο γεγονός πως μια μουσουλμάνα μπορεί να πάει για μπάνιο με μπουρκίνι στην κεντρική πλαζ της Νίκαιας, λίγα μέτρα μόνο μακρυά από την περίφημη Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ όπου ο Μοαμέντ Μπουλέλ σκότωσε 86 άτομα και τραυμάτισε άλλα 434 στο όνομα του Αλλάχ, κατά την επέτειο της Πτώσης της Βαστίλλης. Δε δικαιολογούμε, προφανώς, σε καμία περίπτωση τους ιθαγενείς γάλλους λουόμενους που λέγεται ότι επιτέθηκαν φραστικά σε ορισμένες μπουρκινοφορούσες στην εν λόγω παραλία, αλλά, από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να είναι κανείς εντελώς αυτιστικός για να καμώνεται πως τέτοια φαινόμενα δεν είναι αρκετά πιθανό να συμβούν σε μια τέτοια συγκυρία και πως, στην πραγματικότητα, αν δεν βρισκόμασταν στη Γαλλία αλλά στην Ουγγαρία (για ν’ αναφέρουμε ένα τυχαίο παράδειγμα), οι γυναίκες αυτές δε θα είχαν φύγει αρτιμελείς από την παραλία. Βέβαια, αν θέλουμε ν’ αποδείξουμε ντε και σώνει πως η δυτική Ευρώπη και δη η πρώην αποικιοκρατική Γαλλία συνιστούν προπύργια ρατσισμού, τότε όλα αυτά πρέπει να παραβλεφθούν.

            Όπως επίσης θα πρέπει να παραβλεφθεί και η κοινή λογική –η «κοινή ευπρέπεια» (common decency) του Τζωρτζ Όργουελ- που ορίζει ότι στοιχειώδης σεβασμός απέναντι στα θύματα των επιθέσεων της τελευταίας διετίας στη Γαλλία θα επέβαλλε σε αυτές τις γυναίκες είτε να μη φορέσουν το μπουρκίνι τους στο συγκεκριμένο σημείο είτε να πάνε για μπάνιο σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης. Πρόκειται για την ίδια λογική που ορίζει ότι οι αστυνομικοί του ΑΤ Εξαρχείων δε μπορούν να πάνε για μπύρες στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, δίπλα στην πλακέτα μνήμης του Α. Γρηγορόπουλου ή ότι ένας δεδηλωμένος ακροδεξιός, δε μπορεί πάει για καφέ στην καφετέρεια όπου καθόταν ο Παύλος Φύσσας με την κοπέλα του πριν δολοφονηθεί, φορώντας, μάλιστα, κάποια εθνοπατριωτικού περιεχομένου μπλούζα –έστω κι αν δεν είναι μέλος της Χρυσής Αυγής ή υποστηρικτής τέτοιων δολοφονικών ενεργειών. Απλά πράγματα. Το ότι Αριστερά και αναρχικοί –υποκρίνονται πως- δεν το αντιλαμβάνονται, δείχνει πως, προκειμένου να δικαιώσουν τις ιδεολογικές τους εμμονές, δε διστάζουν να καταφύγουν σ’ έναν ηθικά ουδέτερο –και στην πραγματικότητα μικροπρεπή- νομικισμό («καθένας έχει νομικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης»), παρά τις γενικές τους κορώνες ενάντια στους νόμους και τα συντάγματα που δεν είναι –σύμφωνα με τη θεωρία τους- παρά «εργαλεία στα χέρια της άρχουσας τάξης» και «προκάλυμμα της βούλησης των Κυριάρχων».

             Ο δημοκρατικός ρεπουμπλικανισμός

            Το έθνος, ως χαρακτηριστική πολιτική έκφραση της (δυτικής) νεωτερικότητας ενσαρκώνει μια βαθιά βλέψη αυτοκυβέρνησης της κοινωνίας, μιας και, όπως αναδύεται κατά τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα σε Αγγλία, ΗΠΑ και Γαλλία, συνιστά την προσπάθεια οργάνωσης μιας χώρας σε αυτοκυβερνώμενη πολιτική κοινότητα η οποία περιορίζει την αυθαιρεσία της βασιλικής εξουσίας ή και εκδιώκει πλήρως έναν απόλυτο μονάρχη που δεν έχει εκλεγεί από την ίδια (ένα από τα πρώτα μέτρα της Γαλλικής Επανάστασης, πριν ακόμη την καθαίρεση του Λουβοδίκου 16ου ήταν η αλλαγή του τίτλου του από «Βασιλιάς της Γαλλίας» σε «Βασιλιάς των Γάλλων»). Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, κάθε πολίτης συμμετέχει ενεργά στη ζωή του έθνους μιας και αναγνωρίζει ρητά και συνειδητά τον εαυτό του ως μέλος της μεγάλης πολιτικής κοινότητας που εκφράζεται διά των υφιστάμενων πολιτικών θεσμών κι όχι πλέον ως κάτοικο μιας τυχαίας εδαφικής επικράτειας ή απρόσωπης κρατικής οντότητας. Υπό αυτήν την έννοια, το έθνος-κράτος συνιστά τεράστια εξέλιξη σε σχέση με το μοντέλο του πολυεθνικού-αυτοκρατορικού κράτους εντός του οποίου ένας απόλυτος Άρχοντας κυριαρχεί επί μιας πανσπερμίας φυλών, εθνοτήτων και θρησκειών των οποίων τα μέλη δεν έχουν τίποτε να τα συνέχει πέραν του αυταρχικού κράτους του Αυτοκράτορα, ζώντας σε ένα καθεστώς «συλλογικού ατομικισμού» (όπως έλεγε ο Τοκβίλ για τις διάφορες συντεχνίες υπό το γαλλικό Παλαιό Καθεστώς) που μας θυμίζει τη σημερινή κοινωνία των λόμπι.

            Συνιστά, αντίθετα, βασικό στοιχείο της δημοκρατικής επανάστασης η υπέρβαση κάθε τοπικισμού με σκοπό τη σύσταση μιας πολιτικής κοινότητας που βασίζεται σε κοινές αξίες και βλέψεις: «δηλώνουμε επίσημα ότι μη όντας ούτε Βρετόνοι ούτε Ανδεγανοί, αλλά Γάλλοι και πολίτες της ίδιας επικράτειας, παραιτούμαστε από όλα τα τοπικά και ειδικά προνόμιά μας, και τα απαρνούμαστε ως αντισυνταγματικά. Θεωρούμε τον εαυτό μας ευτυχή και περήφανο που είμαστε ελεύθεροι»[3] τόνιζαν το 1790, κατά τη Γαλλική Επανάσταση, οι ομόσπονδοι της Βρετάνης και του Ανζού, αποποιούμενοι των τοπικών προνομίων που τους αναγνώριζε ως τότε ο Βασιλιάς, ως αποτέλεσμα των παλιών φεουδαλικών –δηλαδή τοπικιστικών- παραδόσεων. Γάλλος, υπό αυτήν την έννοια, δεν είναι αυτός που τρώει καμαμπέρ και φουά γκρα, πίνοντας κόκκινο κρασί, αλλά εκείνος που συντάσσεται με κάποιες βασικές πολιτειακές αρχές όπως, λ.χ., ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω. Δεδομένου ότι μιλάμε πλέον για πολυθρησκευτικές κοινωνίες, ποιο είναι το αντίστοιχο τούτης της εθελούσιας αποποίησης ενός κομματιού της πολιτιστικής ή τοπικής μας ιδιαίτερης ταυτότητας σε θρησκευτικό επίπεδο; Μα φυσικά η επιβολή ενός κοσμικού καθεστώτος, κατά το οποίο οι πολιτικοί θεσμοί είναι θρησκευτικά ουδέτεροι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στη Γαλλία η κοσμικότητα επιβάλλεται για πρώτη φορά από την Κομούνα των Παρισίων, το 1871, με στόχο να χτυπήσει την επιρροή της Καθολικής εκκλησίας.

            Στα πλαίσια μιας τέτοιας προοπτικής η διασφάλιση της κοσμικότητας είναι προτεραιότητα βαρύτερη από τον άκριτο σεβασμό της απρόσκοπτης έκφρασης της θρησκευτικής συνείδησης του καθενός ή των ατομικών δικαιωμάτων στην ελεύθερη μετακίνηση και στην προσωπική ελευθερία[4]. Προκειμένου να διασφαλιστεί μια τόσο θεμελιώδης αξία της δημοκρατικής πολιτείας χρειάζεται το άτομο να επιβάλει ορισμένους περιορισμούς στα δικαιώματά του. Αυτή είναι η βασική αρχή της δημοκρατίας που τη διακρίνει από τον φιλελεύθερισμό, ο οποίος θεωρεί το άτομο βάση της κοινωνίας, τόσο από άποψη κοινωνιολογική όσο και από άποψη πολιτική κι έτσι δε μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την ύπαρξη παραχωρήσεων από πλευράς ατόμου. Θεμέλιο της δημοκρατίας, αντίθετα, δεν είναι ο απόλυτος και ιερός χαρακτήρας των ατομικών δικαιωμάτων αλλά η εξασφάλιση του δημόσιου αγαθού. Πράγμα που συνεπάγεται πως εντός της δημοκρατίας τα άτομα είναι πολίτες κι όχι ιδιώτες (για να θυμηθούμε τη θεμελιώδη διάκριση του Ρουσώ), δηλαδή εγωιστικά άτομα που προβάλλουν την υπεράσπιση της ατομικότητάς τους έναντι κάθε προσπάθειας διασφάλισης ευρύτερων συλλογικών αξιών ζωτικών για τη λειτουργία της πολιτικής κοινότητας. Το δημοκρατικό άτομο είναι φορέας όχι μόνο αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων αλλά και υποχρεώσεων απέναντι στην κοινότητα και τους συμπολίτες του. Και σε περιπτώσεις πολυθρησκευτικών κοινωνιών βασική υποχρέωση είναι ένας στοιχειώδης αυτοπεριορισμός σε ό,τι αφορά στην επιδεικτική διατράνωση της θρησκευτικής μας πίστης[5]. Η γαλλική κοινωνία (με τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και στη συνέχεια την περιπετειώδη μοίρα του Εδίκτου της Νάντης) έμαθε πως ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί η ειρηνική συμβίωση εντός μιας πολυθρησκευτικής κοινωνίας είναι να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η θρησκεία από τη δημόσια σφαίρα. Όλα αυτά βέβαια φαντάζουν μάλλον ως «φασιστικά» στη σύγχρονη, μεταμοντέρνα και πολιτιστικά φιλελεύθερη Αριστερά (και τους ιδεολογικούς της ακολούθους, τους αναρχικούς) και γι’ αυτό διόλου τυχαίο δεν είναι που εν προκειμένω οι θέσεις της ταυτίζονται μ’ εκείνες της πολιτικά ουδέτερης και «ανθρωπινοδικαιωματικής» προσέγγισης της Διεθνούς Αμνηστίας.

            Η έμπρακτη πολιτιστική κριτική

            Το μέτρο της απαγόρευσης των θρησκευτικών συμβόλων κάθε είδους μέσα στα σχολεία μακράν του ν’ αποτελεί παράγοντα θρησκευτικής καταπίεσης συνιστά, αντιθέτως, μέτρο που απορρέει από αυτές τις αρχές κι έχει σκοπό να μάθει στα παιδιά τι σημαίνει θρησκευτική ουδετερότητα του πολιτεύματος. Δε νομίζουμε ότι έχουν σταματήσει οι νεαρές μουσουλμάνες να πηγαίνουν σχολείο επειδή αναγκάζονται, κατά τις ώρες που παραμένουν εντός του σχολείου, ν’ αφαιρούν τη μαντήλα τους (το λεγόμενο χιτζάμπ), τα γάντια τους και το νικάμπ τους (που καλύπτει το πρόσωπο) ή –συχνότερα- το κομμάτι τoυ τζιλμπάμπ που καλύπτει το κεφάλι τους. Ίσα ίσα μάλιστα: υπό μια έννοια αυτή η κατάσταση τους επιτρέπει ν’ απομυθοποιήσουν τη θρησκευτικά επιβαλλόμενη ανάγκη να εξαρτούν το πρόσημο της ηθικής τους υποστάθμης, ως προσωπικοτήτων, από την τήρηση ενός ηλίθιου εθίμου. Όποιος έχει συζητήσει με μαντηλοφορούσες ή ακόμη και μπουρκοφορούσες μαθήτριες στα περίφημη «προάστια» των γαλλικών πόλεων θα διαπιστώσει ότι δε νιώθουν δα και ακρωτηριασμένες όταν βγάζουν τη μαντήλα τους. Μεγαλύτερη σημασία δίνουν στην κατάσταση αυτή οι αριστεροί κι αναρχικοί αντιρατσιστές κι οι φεμινίστριες παρά οι ίδιες.

           Αυτό που έχει εκεί σημασία δεν είναι ν’ αναμασάς φεμινιστικά τσιτάτα περί «αυτοκαθορισμού του σώματός μας», καθώς αυτά, όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με την παρούσα πραγματικότητα –μιας και διόλου η γαλλική κοινωνία δεν καταπιέζει την προσωπική έκφραση τούτων των κοριτσιών, τα οποία μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν στην προσωπική τους ζωή, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις χώρες καταγωγής τους∙ όπως θα δούμε παρακάτω, εξάλλου, το πρόβλημα σήμερα έχει να κάνει με το ότι, όλο και περισσότερο, οι κοπέλες αυτές ενδύονται τη μαντήλα από προσωπική επιλογή. Αυτό, αντίθετα, που έχει σημασία είναι η διαρκής προσπάθεια κριτικής στη θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στο Ισλάμ, το οποίο συνιστά και τη μόνη ζωντανή θρησκεία πλέον εντός του δυτικού κόσμου. Σημαίνει βαθειά και ριζική πολιτιστική κριτική της ισλαμικής ετερονομίας όπως επίσης, βέβαια, και κατάδειξη του βαθύ θεοκρατικού πυρήνα αυτής της θρησκείας και της διαχρονικής απουσίας προσπαθειών εκκοσμίκευσής της, με σκοπό την καταπολέμηση της τάσης του να επιβάλλεται στο σύνολο της καθημερινής ζωής του πιστού και της πιστής. Σημαίνει επίσης ριζική και ανοιχτή κριτική στις σχέσεις καραμπινάτης πατριαρχίας που αυτή η θρησκεία προωθεί, τόσο ανάμεσα στα φύλα όσο και ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Σημαίνει, εν ολίγοις, κατάδειξη της ριζικής ασυμβατότητας αυτής της θρησκείας με κάθε βλέψη ισότητας και ανθρώπινης χειραφέτησης, στο βαθμό που παραμένει ακόμα δόγμα θεοκρατικό, κλειστό στην αμφισβήτιση και την κριτική. Δε μπορεί από τη μια μεριά να πλειοδοτούμε ρητορικώς ενάντια στην Εξουσία και, από την άλλη, να κάνουμε τις κότες μπροστά σε τόσο κραυγαλέες μορφές μοντέλων κυριαρχίας που εντός της Δύσης έχουν ξεπεραστεί εδώ και πολλές δεκαετίες.

      Σε κάθε περίπτωση, η ουσιωδώς φιλελεύθερη και αντιαυταρχική κοσμοαντίληψη της σημερινής Αριστεράς και των αναρχικών τους κάνει ν’ αντιλαμβάνονται οποιονδήποτε περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου ως «φασιστικό». Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για απαίτηση εθελούσιας αποποίησης ενός κομματιού της πολιτιστικής μας ταυτότητας προκειμένου να ενταχθούμε σ’ ένα ευρύτερο, κοινά αποδεκτό, αξιακό πλαίσιο. Εκεί η αυτιστική υπεράσπιση της «πολιτιστικής διαφοράς» ορθώνεται ως λάβαρο ενάντια σε κάποια υποτιθέμενη προσπάθεια καθυπόταξης των φτωχών μουσουλμάνων στη «δυτική κυρίαρχη κουλτούρα». Με αυτά τα μυαλά όμως, το μόνο που κάνουν –έστω ασυνείδητα- οι σύντροφοι αναρχοαριστεροί –συνεπικουρούμενοι πολύ συχνά από τις συντρόφισσες φεμινίστριες- είναι να υποβιβάζουν τους μουσουλμάνους και όποια άλλη μειονότητα σε πολίτες β’ κατηγορίας. Από τη στιγμή που δεν τους αναγνωρίζουν τις υποχρεώσεις που είναι ομοούσιες της ιδιότητας του δημοκρατικού πολίτη (ή ακόμα και του πολίτη μιας φιλελεύθερης ολιγαρχίας όπως οι σημερινές), αυτόματα τους κρατούν εκτός δημοκρατικής κοινότητας. Δεν τους θέλουν ενεργούς πολίτες μιας δημοκρατικής πολιτείας, αλλά προστατευόμενα είδη σ’ ένα είδος ανθρωπολογικού ζωολογικού κήπου, αφημένους στα γκέτο τους να χαίρονται την «πολιτιστική διαφορά» τους, αποκομμένοι από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Ενώ κάποτε διεθνισμός σήμαινε την ένωση όλων πάνω από τις φυλετικές, θρησκευτικές και έμφυλες διαφορές μας με σκοπό τον κοινό αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη, σήμερα ως «διεθνισμός» λογίζεται η πολυπολιτισμική προώθηση του συλλογικού αυτισμού της κοινωνίας των λόμπι (και των ζόμπι).

Ισλαμικός επεκτατισμός εν καιρώ ειρήνης

Σήμερα, καθώς το Ισλάμ επεκτείνεται διεθνώς και, με τη δυναμική που του προσδίδουν ο ισλαμισμός και τα πετροδολάρια, κατορθώνει να «εξισλαμίζει» τις κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές δομές των χωρών υποδοχής. H προβληματική της μεταρρύθμισής του προκειμένου να προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή δεν τίθεται καν. Η κυρίαρχη ιδέα είναι ότι ακριβώς οι εν λόγω χώρες υποδοχής θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν ώστε να προσαρμοστούν στις αξίες και στους κανόνες του Ισλάμ.

 

Μπουαλέμ Σανσάλ

      Το αν, ως αντίσταση απέναντι στις τάσεις που ευνοούν και επικυρώνουν αυτές οι απόψεις, θα φτάσουμε ως του σημείου να ξεπεράσουμε την απλή πολιτιστική κριτική και να περάσουμε στην υπεράσπιση αντίθετης έμπνευσης πολιτικών άνωθεν επιβεβλημένων, από ένα (συνταγματικό μεν και φιλελεύθερο σε γενικές γραμμές) γραφειοκρατικό κράτος, αποτελεί θέμα μεγάλης συζήτησης, μιας και δε ζούμε στη δημοκρατική πολιτεία για την οποία μιλήσαμε παραπάνω (ας σημειωθεί ειρήσθω εν παρόδω, πως κανείς απ’ όσους ασκούν κριτική στην απόφαση απαγόρευσης του μπουρκίνι δε σχολιάζει πως αυτή, με τον κωμικό της χαρακτήρα, γελοιοποίησε τις αξίες της κοσμικότητας, προς μεγάλη ευχαρίστηση των αντιπάλων της). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, όμως, ότι αυτή η τάση θα πρέπει να συναντήσει κάποια αντίσταση, διότι, αν αφεθεί όχι μόνο ελεύθερη αλλά κι ευνοούμενη διαρκώς από τους εκάστοτε εγχώριους ιεροκήρυκες της πολυπολιτισμικότητας στο όνομα του «σεβασμού της πολιτιστικής διαφοράς», θα συνεχίζει να επιβάλλεται μέχρι να κυριαρχήσει κατά το δυνατόν τη δημόσια σφαίρα. Έχουμε εδώ να κάνουμε μ’ ένα φαινόμενο που δεν πρέπει καθόλου να παραβλέπουμε: τη βαθιά επεκτατική φύση του σύγχρονου Ισλάμ, έστω σε επίπεδο «ειρηνικής» επιβολής σε επίπεδο παρουσίας στη δημόσια σφαίρα εντός μη μουσουλμανικών χωρών με σημαντικό ποσοστό μουσουλμάνων πολιτών ή μεταναστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό που επιδιώκουν σιωπηλά πλην όμως σταθερά οι μουσουλμάνοι της Γαλλίας δεν είναι μόνο να επιβάλουν τη δημόσια παρουσία τους με διάφορους τρόπους (με πίεση για περιορισμό της ελευθερίας του λόγου σε ό,τι έχει να κάνει με την κριτική στο Ισλάμ, διατήρηση από πλευράς πιστών πολύ έντονων και επιδεικτικών θρησκευτικών ενδυμάτων που στις υπόλοιπες θρησκείες φορούν στην καλύτερη περίπτωση μόνον οι ιερείς κ.ο.κ.) ούτε απλώς να κερδίσουν δικαιώματα και εγγυήσεις από το κράτος ως ένα ακόμη από τα θρησκευτικά λόμπι της χώρας (όπως οι Καθολικοί ή οι Εβραίοι) –αυτό που επιδιώκουν είναι να επιβάλουν μακροπρόθεσμα τις απόψεις τους εντός τομέων του ίδιου του κράτους, με πολύ χαρακτηριστικό αυτόν της δημόσιας εκπαίδευσης.

      Ας υποθέσουμε, χάριν της κουβέντας, πως πράγματι, η γαλλική δημόσια εκπαίδευση αλλά και η νομοθεσία, γενικότερα, στιγματίζει τους μουσουλμάνους και δη τις γυναίκες («Οι απαγορεύσεις των μπουρκίνι είναι τα τελευταία σε μια σειρά περιοριστικά νομοθετικά μέτρα ενάντια στην πολιτιστική ή θρησκευτική ενδυμασία στη Γαλλία. Το 2004, ο νόμος για τα θρησκευτικά σύμβολα απαγόρευσε κάθε εμφανές θρησκευτικό σύμβολο στα δημόσια σχολεία. Το 2011, ένας νόμος απαγόρευσε την απόκρυψη του προσώπου σε δημόσιους χώρους. Αυτοί οι νόμοι συνιστούν έμμεσα διακρίσεις εις βάρος των μουσουλμάνων γυναικών» σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, π.χ.)[6]. Αν λοιπόν κάποιος νιώθει πως αποκλείεται, μπορεί να επιλέξει τη λύση της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η οποία είναι αρκετά φθηνή και προσιτή στη Γαλλία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι, στην πλειονότητά τους, θρησκευτικά σχολεία (Καθολικά, εβραϊκά, μουσουλμανικά). Τα ιδρύματα αυτά λαμβάνουν χρηματοδότηση από το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση, που πληρώνουν, μεταξύ άλλων, και τους μισθούς των καθηγητών, αν έχουν υπογράψει σχετικό συμβόλαιο συνεργασίας με το κράτος. Το σύνολο σχεδόν των ιδιωτικών σχολείων στη Γαλλία εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία και το ποσοστό της γαλλικής μαθητιώσας νεολαίας που απευθύνεται στην ιδιωτική εκπαίδευση κυμαίνεται γύρω στο 17% του συνόλου. Η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών σχολείων είναι Καθολικά σχολεία (για το 2014 είχαμε 9000 Καθολικά σχολεία –με 2 εκατ. μαθητές- έναντι 280 εβραϊκών –με 30.000 μαθητές- και μόλις 20 μουσουλμανικών -με 2000 μαθητές). Δεδομένου πως από καιρό δεν υπάρχει πλέον πραγματική, κατηχητικού και θεολογικού τύπου Καθολική εκπαίδευση στη Γαλλία, οι περισσότεροι γονείς που εγγράφουν τα παιδιά τους σε Καθολικά σχολεία το κάνουν για εκπαιδευτικούς ή κοινωνικούς κι όχι θρησκευτικούς λόγους (δεν γίνονται συχνές απεργίες, το περιβάλλον είναι πιο αυστηρό και συχνά αστικό κ.λπ.), πράγμα που, αντίθετα, συμβαίνει με τις άλλες δύο κατηγορίες σχολείων[7]. Γιατί όμως υπάρχουν τόσο λίγα μουσουλμανικά σχολεία; Μήπως τελικά οι μουσουλμάνοι μαθητές και γονείς δε νιώθουν τόσο «αποκλεισμένοι»; Προφανώς, αλλά δεν είναι μόνο αυτό: σε αντίθεση με τους εβραίους γονείς, οι μουσουλμάνοι ομόλογοί τους προτιμούν να κρατήσουν το παιδί τους στη δημόσια εκπαίδευση, πιέζοντας, παράλληλα για την υιοθέτηση φιλικών προς τη θρησκευτική του ταυτότητα πρακτικών (όπως η περίληψη γευμάτων «χαλάλ» ή ο αποκλεισμός του χοιρινού από το μενού των σχολικών καντινών, η ντε φάκτο αναγνώριση του δικαιώματος δικαιολόγησης απουσιών λόγω «θρησκευτικής εορτής» κ.λπ.).

      Η Αριστερά, φυσικά, σιγοντάρει σταθερά αυτή τη στρατηγική υπονόμευσης του κοσμικού κράτους στο όνομα του αντιρατσισμού. Κι έτσι συγκαλύπτει, για παράδειγμα, την προσπάθεια σταδιακής αλλοίωσης του χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης στη Γαλλία, που υπακούει σε μια πιο επιθετική στρατηγική και η οποία βρίσκει ενα συγκυριακό, αλλά ισχυρό, πολιτικό σύμμαχο στην τωρινή κυβέρνηση των Σοσιαλιστών. Η μεταρρύθμιση του Γυμνασίου που ισχύει από τη φετινή χρονιά εξυπηρετεί αυτήν ακριβώς τη στρατηγική: Η χαρακτηριστικότερη των αλλαγών είναι εκείνη της ύλης του μαθήματος της «Ιστορίας-Γεωγραφίας» που καθιστά πλέον την διδαχή του μεσαιωνικού χριστιανισμού, της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού προαιρετική, ενώ την ίδια στιγμή καθιστά υποχρεωτική τη διδαχή του Ισλάμ όπως επίσης και της ιστορίας της ευρωπαϊκής Απολυταρχίας και αποικιοκρατίας. Έτσι, η ιστορία των απελευθερωτικών ιδεών και κινημάτων –με την εξαίρεση της Γαλλικής Επανάστασης η οποία, για προφανείς εθνικούς λόγους, δε θα μπορούσε να μην περιλαμβάνεται στην υποχρεωτική ύλη (σε αντίθεση με την Αμερικανική!)- αποσιωπάται και η αυτενοχοποίηση των γηγενών Ευρωπαίων ενισχύεται, μιας κι η δυτική ιστορία παρουσιάζεται μόνο βάσει των σκοτεινών πλευρών της[8]. Είναι βέβαια προφανές ότι έτσι κάθε συνεκτική γνωση της ευρωπαϊκής –και δυτικής, γενικότερα- ιστορίας καθίσταται αδύνατη.  Με άλλα λόγια, οι ισλαμιστές προωθούν σιωπηρά τα σχέδιά τους, η νεοφιλελεύθερη ολιγαρχία διαλύει την εκπαίδευση και αποβλακώνει ακόμα περισσότερο τους λαούς, ενώ η πολυπολιτισμική Αριστερά σιγοντάρει και τους δύο δίχως ίχνος ντροπής.

            Ενάντια στην εθελοδουλεία και την αποβλάκωση

       Ύστατη γραμμή άμυνας της πολυπολιτισμικής θέσης, εξειδικευμένης στο ζήτημα του μπουρκίνι, συνιστά το εξής επιχείρημα: «υποχρεώνοντας αυτές τις γυναίκες να βγάλουν τη μπούρκα όχι μόνο δεν τις βοηθάς να κάνουν ένα βήμα προς την απελευθέρωσή τους αλλά, όλως αντιθέτως, τις αναγκάζεις να περιορίσουν ακόμη περισσότερο την όποια ελευθερία κίνησης συνεχίζουν ακόμη ν’ απολαμβάνουν, μιας και είναι ακριβώς χάρις σε αυτή τη συντηρητική περιβολή που ο συντηρητικός τους περίγυρος τους επιτρέπει ακόμη να κυκλοφορούν». Πρόκειται για ένα επιχείρημα που βασίζεται σε έλλειψη γνώσης βασικών κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων, με θεμελιωδέστερο εκ των οποίων το εξής: συνιστά γενική σταθερά η διαπίστωση ότι τόσο μέσα στις μουσουλμανικές κοινωνίες όσο κι εντός των μουσουλμάνων της Δύσης παρατηρείται ένα βαθύ πισωγύρισμα τα τελευταία είκοσι χρόνια –χονδρικά- σε ό,τι αφορά στη σχέση αυτών των πληθυσμών με τη θρησκεία. Με την υποχώρηση των αραβικών εθνικισμών και την επάνοδο του ισλαμισμού, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ’70, τα όποια σπέρματα εκκοσμίκευσης μπόλιασαν –βάσει της επιρροής δυτικών ιδεολογιών- αυτές τις κοινωνίες, δείχνουν να έχουν πλέον χαθεί. Σε ό,τι εν προκειμένω μας αφορά, αυτή η τάση εκφράζεται μέσα από μια επιστροφή των μουσουλμάνων γυναικών σε πολύ πιο συντηρητικές μορφές ενδυμασίας αλλά και ηθών γενικότερα. Και υπό αυτήν την άποψη, ένα πολύ μεγάλο μέρων των νέων γυναικών (ας πούμε ως τα 40) που φορούν διάφορες εκδοχές μαντήλας (του μπουρκίνι συμπεριλαμβανομένου) δεν το κάνουν ως αποτέλεσμα κοινωνικής πίεσης –μιας και συχνά οι γονείς τους είναι λιγότερο θρησκευόμενοι από αυτές- αλλά ως αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής.

     Πράγμα που συνεπάγεται ότι οι γυναίκες που επιλέγουν να φορέσουν το μπουρκίνι δεν είναι απαραίτητα τίποτε καταπιεσμένα θύματα όπως αρέσκεται να τις παρουσιάζει η Αριστερά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημιουργός του μπουρκίνι, η αυστραλή, λιβανέζικης καταγωγής Aheda Zanetti, το παρουσιάζει καθαρά ως ατομική επιλογή, εξηγώντας πως οδηγήθηκε στην ανακάλυψή της αναζητώντας εναν τρόπο να εξυπηρετήσει «γυναίκες που ήθελαν να πάνε για μπάνιο παραμένοντας σεμνές». Σε ανάλογο ύφος, η νεοζηλανδή σχεδιάστρια μαγιώ, Carena West, που περιέλαβε σε μια από τις επιδείξεις της μια μπουρκινοειδή αμφίεση (βλ. την εικόνα του ποστ μας, παρακάτω), δήλωσε σχετικά πως «το τι φοράς, είναι προσωπική επιλογή». Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η πρόεδρος του συλλόγου που είχε προγραμματίσει να διοργανώσει εκείνη την περίφημη «ημέρα-μπουρκίνι» στη Μασσαλία, ανακινώντας ουσιαστικά το όλο ζήτημα, είναι μια τριαντατριάχρονη λευκή γαλλίδα προσύλητος στο Ισλάμ, ονόματι Melissa Thivet. Η περίφημη δε φωτογραφία με τους δημοτικούς αστυνομικούς της Νίκαιας να αναγκάζουν μια μπουρκινοφορούσα (ή και απλώς μαντηλοφορούσσα, μιας και κι η φωτογραφία δεν είναι σαφής) γυναίκα ν’ απεκδυθεί του αμαρτωλού ιματίου της, η οποία έχει γίνει σημαία της φιλομπουρκινικής σταυροφορίας της Αριστεράς, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει το αριστερό αυτό «θυματικό» σενάριο, αλλά το ανατρέπει ριζικά: είναι δυνατόν να μιλάμε για συντηρητικές και καταπιεσμένες απ’ τον περίγυρό τους γυναίκες, όταν τις βλέπουμε να πηγαίνουν μόνες κι «ασυνόδευτες» για μπάνιο σε μια παραλία γεμάτη από ελαχίστως καλυμμένα ανδρικά και γυναικεία σώματα απίστων; Ως γνωστόν, σύμφωνα με τους περισσότερους σημερινούς ιμάμηδες, το «μεικτό» μπάνιο, δηλαδή η συνέυρεση ανδρών και γυναικών στη θάλασσα, δεν είναι συμβατή με το Ισλάμ και γι’ αυτό έχουν κατά καιρούς προκύψει τα γνωστά θέματα με τον μεικτό χαρακτήρα των δημόσιων κολυμβητηρίων στη Γαλλία, ο οποίος έχει συχνά θεωρηθεί ρατσιστικός ενάντια στις μουσουλμάνες[9].

     Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που αντιστοιχούν στο αριστερό σενάριο. Πιστεύουμε, εντούτοις, ότι δεν αποτελούν την πλειονότητα, η οποία, αντίθετα, φορά το μπουρκίνι ως προσωπική επιλογή, στα πλαίσια μιας ταυτοτικής αναδίπλωσης με βαθιά κοινωνικά και ανθρωπολογικά αίτια, τα οποία δε μπορούμε ν’ αναλύσουμε εδώ. Άλλωστε, ακόμα και στην περίπτωση των γυναικών που καταφεύγουν σε αυτή τη λύση προκειμένου να ξεφύγουν από τον κοινωνικό έλεγχο, δε θα πρέπει εμείς, ως αριστεροί, αναρχικοί, φεμινίστριες κ.ο.κ. να προτείνουμε την «αντίσταση» στις καταπιεστικές νόρμες; Οι γυναίκες εντός της Δύσης –αλλά ακόμη και στην Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών- πώς απελευθερώθηκαν; Γιατί δε βλέπουμε έναν ανάλογο καθημερινό πόλεμο, στο σπίτι, στο κρεβάτι, στη γειτονιά, από πλευράς μουσουλμάνων γυναικών; Και γιατί δε θα πρέπει ν’ απαιτούμε κάτι αναλογο από αυτές, δεδομένου, μάλιστα, πως μιλάμε για μουσουλμάνες γεννημένες εντός Δύσης κι όχι σε τίποτε χωριά του Μαγκρέμπ, της ανατολικής Τουρκίας ή του Αφγανιστάν, οι οποίες έχουν, ως εκ τούτου, πλήθος διαφορετικών προσλαμβανουσών αλλά και δυνατοτήτων απόδρασης από το παραδοσιοκρατικό τους οικογενειακό περιβάλλον (από τη σύναψη ερωτικών σχέσεων με μη μουσουλμάνους μέχρι την προσφυγή σε φεμινιστικές οργανώσεις ή άλλες ΜΚΟ, στις αρχές ή σε κοινωνικούς λειτουργούς σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας κ.λπ.); Είναι σάμπως υποδεέστερες από τις Δυτικές, τούτες οι γυναίκες, και ως εκ τούτου ανίκανες ν’ απελευθερωθούν άρα θα πρέπει εμείς να καταφεύγουμε σε φιλανθρωπικού και πατερναλιστικού τύπου προσεγγίσεις, του είδους «τουλάχιστον με το μπουρκίνι μπορούν να πηγαίνουν για μπάνιο»; Οι λαλίστατοι, κατά τα άλλα, δοξολογητές των «αντιστάσεων» αναρχικοί αλλά και οι φεμινίστριες που βάλλουν διαρκώς «ενάντια στις νέες πειθαρχήσεις» γιατί εν προκειμένω ταλαντεύονται μεταξύ αμηχανίας και μουγγαμάρας[10]; Μήπως επειδή ο ιδεολογικός αντιρατσισμός αυτών των πολιτικών χώρων έχει διαβρώσει τη στοιχειώδη κοινή λογική, οδηγώντας σε τοποθετήσεις του είδους «δε μπορείς να λες σε κάποιον που προέρχεται από μια διαφορετική από τη δικιά σου κουλτούρα τι θα κάνει»; Έτσι παραβλέπουμε ότι η ένταξη των μουσουλμάνων γυναικών σε ένα καθεστώς εκκοσμίκευσης και η προσαρμογή, γενικότερα, σε κοινωνικές συνθήκες ισότιμης αναγνώρισης των δύο φύλων δε σημαίνει απαραίτητα και αναγκαστικά κάποια αποποίηση ή εγκατάλειψη της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας ή της όποιας «διαφορετικότητας», παρά μόνον αποποίηση και εγκατάληψη των ετερόνομων και καθαρά αλλοτριωτικών πλευρών των τελευταίων, τις οποίες βέβαια κάθε συνεπές χειραφετητικό κίνημα καλείται να τις πολεμάει διαχρονικά.

      Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι το μπουρκίνι συνιστά μια άκρως αποκρουστική σύνθεση των χειρότερων στοιχείων της ισλαμικής θρησκείας, από τη μια μεριά, και της δυτικής κουλτούρας της κατανάλωσης, από την αλλη, ως κομμάτι της αυξανόμενης αγοράς «χαλάλ» προϊόντων διά της κατανάλωσης των οποίων προσπαθεί ο μέσος μουσουλμάνος να συμβιβάσει την πίστη του με τη βαθειά προσχώρηση σε ό,τι χειρότερο έχει να του προσφέρει η κατά τα άλλα μυαρή, άπιστη και βδελυρή Δύση (κατανάλωση, λατρεία του πλούτου κ.λπ.). Κατά συνέπεια, με το να υπερασπίζεται τόσο σθεναρά η πολυπολιτισμική και ιδεολογικώς αντιρατσιστική, χίπστερ Αριστερά –με πρώτες και καλύτερες τις φεμινίστριες- το δικαίωμα στην προσωπική επιλογή του να φοράς μπουρκίνι, το μόνο που κάνει στην πραγματικότητα είναι να υπερασπίζεται το δικαίωμα όχι απλώς στην εθελοδουλεία μα και στην καταναλωτική αποβλάκωση.

      Δυστυχώς, διόλου δεν φαίνεται ν’ απασχολούν την ευρύτερη Αριστερά αυτά τα ζητήματα. Η συζήτηση για το μπουρκίνι περιορίζεται στο εάν καλώς ή κακώς απαγορεύτηκε, αντί να ξεπερνάει το προφανές της γελοιότητας ενός τέτοιου νομοθετήματος και να καταπιάνεται με το πολύ πιο ουσιώδες θέμα, στο οποίο και θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να προσανατολίζεται η κουβέντα: είμαστε υπέρ ή κατά του μπουρκινιού ως πολιτιστική επιλογή ορισμένων ευρωπαίων γυναικών; Είμαστε υπέρ της θρησκευτικής αναδίπλωσης των ανθρώπων, έστω στο όνομα της ταυτοτικής ανασφάλειας και του κενού νοήματος; Είμαστε υπέρ της εθελούσιας και διόλου καταπιεστικής πολλές φορές συντήρησης της ανισότητας μεταξύ των φύλων; Ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας όταν οι άνθρωποι επιλέγουν, υπό την ιδεολογική καθοδήγηση της θρησκείας, να θεωρούν τις θέσεις της γυναίκας και του άντρα φύσει άνισες, επιτρέποντας, εν προκειμένω, στον άντρα να δείχνει τη σάρκα του σώματός του, ενώ στη γυναίκα όχι; Πόσο μακριά είναι οι εποχές όπου οι γυναίκες θεωρούσαν φυσικό και αυτονόητο οι άντρες να «μπερμπαντίζουν» και οι ίδιες να κάθονται σπίτι φροντίζοντας το νοικοκυριό- γυναίκες που μεγάλωναν τις κόρες και τους γιούς ενσταλλάζοντάς τους, με θέρμη, τα ίδια ακριβώς πρότυπα; Ξεχνάμε, άραγε, τόσο εύκολα ότι η συντήρηση και η αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας τις περισσότερες φορές γίνεται με τη βαθειά συγκατάθεση, εάν όχι με την ενεργή συμμετοχή, των ιεραρχικά κατώτερων;

burkini

[1] Βλ. την ανάλυσή μας σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Ολάντ αναγκάστηκε να πάρει πίσω την πρότασή του για ένταξη της δυνατότητας επ’ αόριστον επιμήκυνσης της κατάστασης εκτάκτου ενάγκης στο Σύνταγμα της χώρας: «Εντιτόριαλ», Πρόταγμα, τ. 9, Ιούλιος, 2016, σσ. 31-32.

[2] Πρόκειται για επεισόδιο που προκλήθηκε στην βόρεια Κορσική στις 13 Αυγούστου, αρχικά στον παραθεριστικό οικισμό του Σισκό (δίπλα στη Μπαστιά) κι εν συνεχεία στην ίδια τη Μπαστιά, όταν μουσουλμάνοι γονείς επιτέθηκαν σε μη μουσουλμάνους λουόμενους με αφορμή το γεγονός ότι ορισμένα παιδιά έβγαλαν φωτογραφίες κάποιες μουσουλμάνες που φορούσαν μπουρκίνι. Σύμφωνα με πληροφορίες υπήρξαν τραυματισμοί, μιας και ορισμένοι από τους μουσουλμάνους χρησιμοποίησαν μια ματσέτα κατά την επίθεσή τους. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να οργανωθεί διαδήλωση από εθνικιστές Κορσικανούς μέσα στο Λουπινό, μια λαϊκή συνοικία της Μπαστιά με πολλούς άραβες κατοίκους (με συνθήματα «Στα όπλα!», «Εδώ είμαστε στο σπίτι μας!» κ.λπ.), την οποία τελικά εμπόδισε η αστυνομία. Τελικά οι αρχές ισχυρίστηκαν πως δεν επρόκειτο για περιστατικό με θρησκευτικές διαστάσεις αλλά για σύγκρουση μεταξύ τουριστών/ντόπιων Κορσικανών και προαστιακής νεολαίας (δηλαδή κατά κανόνα, εν προκειμένω, Αράβων) με άλλη αφορμή.

[3] Φ. Φυρέ, Ντ. Ρισέ, Η Γαλλική Επανάσταση, μτφρ. Η. Αθανασιάδης, Β. Μαργώνη, Αθήνα, Εστία, 1997, σ. 137.

[4] Η ακυρωτική της απαγόρευσης απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας κάνει λόγο για «θεμελιώδεις ελευθερίες (libertés fondamentales)» όπως η «ελευθερία της μετακίνησης (liberté daller et venir)» και «η προσωπική ελευθερία (liberté personnelle)» μεταξύ άλλων.

[5] Είναι χαρακτηριστικό, επί παραδείγματι, ότι στη Γαλλία έχει σχεδόν αρχίσει να στιγματίζεται η αθεΐα εντός ορισμένων χώρων. Σε σχολεία με μεγάλα ποσοστά μουσουλμάνων μαθητών είναι όλο και πιο δύσκολο να μιλήσει κανείς δημόσια ενάντια στη θρησκεία μιας και θεωρείται εξ υπαρχής αυτονόητο πως κάθε άτομο είναι θρησκευόμενο, ακόμη κι αν δεν πιστεύει στο Ισλάμ. Είναι επίσης χαρακτηριστική η αντίθεση μεταξύ της πλήρους παρακμής του Καθολικισμού (με τα ποσοστά εκκλησιασμού σε διαρκή πτώση, την εξαφάνιση της κατήχησης κ.λπ.) και των φιλελεύθερων ηθών των γάλλων εβραίων, από τη μια μεριά, και της σταθερής συντηρητικοποίησης των μουσουλμάνων, από την άλλη.

[6] Προφανώς αυτή η λανθασμένη εντύπωση δίνεται από το γεγονός πως οι μοσουλμάνοι μαθητές είναι αυτοί που πρέπει να κάνουν τις μεγαλύτερες παραχωρήσεις βάσει του σχετικού νόμου. Αυτό όμως δε συμβαίνει ως αποτέλεσμα κάποιας υποτιθέμενης μεροληπτικότητας του γαλλικού κράτους εναντίον τους, αλλά, όλως αντιθέτως, εξαιτίας του γεγονότος πως συνιστούν τη λιγότερο εκκοσμικευμένη θρησκεία, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν ακόμη φορώντας τα πιο επιδεικτικά σύμβολα της πίστης τους. Ο Καθολικός μαθητής στην πιο ακραία περίπτωση πρέπει να κρύψει κάποιο μενταγιόν μ’ ένα σταυρό και ο εβραίος συμμαθητής του ένα αντίστοιχο μενταγιόν με το αστέρι του Δαυίδ ή να αφαιρέσει την παραδοσιακή κιπά. Αντίθετα μια μουσουλμάνα μαθήτρια ενδέχεται να χρειαστεί να βγάλει το κεφαλομάντηλό της, τα γάντια της, το νικάμπ της (που καλύπτει κεφάλι και πρόσωπο), το χιτζάμπ ή το άνω μέρος του τζιλμπάμπ της κ.λπ. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση με το νόμο που απαγορεύει την κυκλοφορία με το πρόσωπο πλήρως καλυμένο: οι μόνοι που θίγονται από αυτό το γαλλικό αντίστοιχο του «κουκουλονόμου» είναι οι γυναίκες που φορούν μπούρκα, τα μέλη του μπλακ μπλοκ και πιθανώς διάφοροι επαγγελματίες δολοφόνοι κ.λπ. Κανένας άλλος δεν κυκλοφορεί με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του.

[7] Στοιχεία σχετικά με την κρατική χρηματοδότηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης μπορεί να βρει ο γαλλόφωνος αναγνώστης στο άρθρο του F. Vahnée, « Financement publique de l’enseignement privé, l’omerta continue ».

[8] Καθώς η ίδια τάση ακολουθείται και ως προς την ιστορία του 20ού αιώνα: υποχρεωτική η θεματική «Η Ευρώπη μεταξύ δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού» όπως κι η αντίστοιχη η σχετική με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις γενοκτονίες Εβραίων και Τσιγγάνων, αλλά προεραιτικές οι θεματικές οι σχετικές με τα καλλιτεχνικά, επιστημονικά και πολιτιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου αλλά και τον αγώνα των γυναικών για τη βελτίωση της θέσης τους μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Ο γαλλομαθής αναγνώσης μπορεί ν’ αναστρέξει στη σχετική εγκύκλιο του υπουργείου. Ο πίνακας με τη διδακτέα ύλη βρίσκεται στη σελίδα 40.

[9] Όπως άλλωστε μας υπενθυμίζει ο Canard Enchaîné, σε άρθρο του βασισμένο σε έρευνα των σχετικών συζητήσεων σε μουσουλμανικά ηλεκτρονικά φόρα της Γαλλίας («Une toilette pas vraiment halal », Le Canard Enchaîné, 24/8/2016), διάφορες σύγχρονες ισλαμικές αυθεντίες επιμένουν στο γεγονός ότι, τόσο το μπουρκίνι (του οποίου το κάτω μέρος αποτελείται από ένα κολλάν) όσο και η πραγματική μπούρκα όταν βρέχεται, τονίζουν το σχήμα των γλουτών και των γαμπών των γυναικών, πράγμα εξίσου βλάσφημο με τη γύμνια, όταν συμβαίνει παρουσία τρίτων και δη ετερόφυλων. Εν τέλει ο μόνος αρμόζων τρόπος για να πάει κανείς στη θάλασσα είναι να βρει μια έρημη παραλία. Ειδικά στην περίπτωση των γυναικών, θα πρέπει αυτές να συνοδεύονται από τον άντρα, τον πατέρα ή τον αδερφό τους, οι οποίοι θα τις προστατεύουν από αδιάκριτα βλέμματα πιθανών λουόμενων που ενδεχομένως να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια του μπάνιου (όπως παρατηρεί μια σχολιάστρια σε μια μαροκινή ιστοσελίδα που παραθέτει το αναφερόμενο άρθρο, «Πέρσι το καλοκαίρι ο πατέρας μου κράταγε σκοπιά με τη μαγκούρα του. Είχε πλάκα!»). Είναι προφανές ότι, βάσει αυτής της κατάστασης, δεν είναι περίεργη ή υπερβολική η αρχική ερμηνεία που δόθηκε στις συγκρούσεις που προκλήθηκαν στα μέσα του μήνα στη βόρεια Κορσική (βλ. παραπάνω).

[10] Όπως και σε πρακτικό επίπεδο συμβαίνει τον τελευταίο καιρό σε ελληνικές παραλίες όπου έχουν εμφανιστεί γυναίκες με μπούρκα.

This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

9 Responses to Ορισμένες παρατηρήσεις περί Αριστεράς, θρησκείας και εκκοσμίκευσης με αφορμή το μπουρκίνι

  1. Παράθεμα: Ορισμένες παρατηρήσεις περί Αριστεράς, θρησκείας και εκκοσμίκευσης με αφορμή το μπουρκίνι – manolisgvardis

  2. Ο/Η georgeP. λέει:

    Το παραλήρημα, όμως, δεν είναι προνόμιο μόνο ελληνικών αριστερών και αναρχικών ομάδων, αλλά και ωραίων, κατά τα άλλα, συγγραφέων όπως του Έντσο Τραβέρσο http://www.efsyn.gr/arthro/islamofovia-o-neos-dytikos-ratsismos. Γενικά μιλώντας, είστε πιο κοντά στη θέση του πρωθυπουργού της Γαλλίας Βαλς http://www.huffingtonpost.gr/manuel-valls/-_7286_b_11887876.html παρά του αριστερού συγγραφέα. Τέλος, τα λεγόμενα του Βαλς φαίνεται να τον διαφοροποιούν από τα πεπραγμένα του υπουργείου Παιδείας τους. Ισχύει κάτι τέτοιο;

    • Ο/Η protagma λέει:

      Προφανώς! Μου ΄χει κάνει εντύπωση ο Τραβέρσο, καθώς, ενώ στα βιβλία του έχει γενικά σωστές θέσεις ως προς τα θέματα που αναλύει, οι τοποθετήσεις του επί ζητημάτων της επικαιρότητας παραμένουν στα πλαίσια του κλασικού ρατσιστοφοβικού αριστερισμού. Ειδικά αυτά που λέει εν προκειμένω για τον Ουελμπέκ είναι και γελοία, μιας κι ο Ουελμπέκ έχει δηλώσει ότι πλέον έχει αλλάξει απόψεις και θεωρεί τη θρησκεία ως μια πιθανή λύση στα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Οπότε η Υποταγή δεν είναι απαραίτητα αρνητική απέναντι στην προοπτική κατάληψης της εξουσίας από ένα σχετικά χαλαρό ισλαμικό κόμμα. Και σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι γελοίο να κατηγορείς κάποιον για «ισλαμοφοβία», επειδή επιλέγει ως λογοτεχνικό του θέμα τον σύγχρονο ισλαμισμό. Αυτές τις χαζομάρες τις λέγανε κι οι διάφορες αριστερές φίρμες του παρισινού κατεστημένου πριν την επίσημη κυκλοφορία του βιβλίου, θεωρώντας πως ο ισλαμισμός είναι ζήτημα εκτός επικαιρότητας και πως μόνο ένας ισλαμοφοβικός θα μπορούσε να το εκλάβει ως τέτοιο. Και φυσικά η πραγματικότητα απάντησε στο ερώτημα: η Υποταγή –εντελώς συμπτωματικά- κυκλοφόρησε την ίδια μέρα με την επίθεση στο Σαρλί Εμπντό. Η πλάκα είναι μάλιστα πως το τελευταίο τεύχος του Σαρλί πριν τη σφαγή είχε στο εξώφυλλό του καρικατούρα του Ουελμπέκ τον οποίο κατηγορούσε για ισλαμοφοβία και φιλολεπενισμό!

      Ο Βαλς, από την άλλη, είναι ο γάλλος Λοβέρδος: νταβραντισμένος και «σφίχτης» νεοσυντηρητικός σοσιαλφιλελεύθερος που συνιστά τη δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ως τέτοιος, έχει συχνά θέσεις που πάνε κόντρα στην πιο ορθόδοξη πολυπολιτισμική και πολιτιστικά φιλελεύθερη γραμμή του ΣΚ που, όπως σωστά μαντεύεις, εκφράζει κι η φεμινίστρια υπουργός Παιδείας, η Μπελκασέμ (όπως επίσης βέβαια κι οι New York Times). Ίσως σε αυτό να παίζει ρόλο και το γεγονός πως έκανε δήμαρχος του Εβρύ, ενός φτωχού προαστίου στα νότια του Παρισιού, για καμιά δεκαριά χρόνια. Οπότε εκεί μπόρεσε να δει από πρώτο χέρι τα φαινόμενα αυτογκετοποίησης των μεταναστευτικής προέλευσης πληθυσμών των οποίων την ύπαρξη αρνούνται οι πολυπολιτισμικοί. Υπάρχει μάλιστα κι ένα περίφημο βίντεο στο οποίο, κατά την περίοδο της δημαρχείας του, περιφέρεται συνοδεία καμερών στο κέντρο του προαστίου του και, ξεχνώντας ότι φορά μικρόφωνο στη γραβάτα του, λέει «ωραία εικόνα του Εβρύ! Χρειάζεται εδώ να μου βάλεις κι ορισμένους λευκούς!» τη στιγμή που περνούσε μπροστά από μια υπαίθρια αγορά η οποία είχε σχεδόν αποκλειστικά Μαύρους και Άραβες.

      Πολύ συχνά λαϊκίζει δεξιώς και πλειοδοτεί περί «ασφάλειας» -όπως κι ο δικός μας Λοβέρδος- αλλά εν προκειμένω έχει δίκιο πιστεύω, ως προς τη διαπίστωσή του. Που έχουμε φτάσει: να τα λέει πιο σωστά ο Βαλς απ’ τους αριστερούς…

      Νίκος

  3. Πάντως δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει ακόμα να μας τυραννά αυτή η λογική του «μα αυτά τα λέει ο Βαλς», «μα εκείνο που είπες το εξέφρασε προχθές ο Τσίπρας», «εδώ λες τα ίδια με την Λεπέν». Το να κοιτάμε συνεχώς την ταμπέλα αυτού που μιλάει (φασιστας, συντηρητικός, αναρχικός, κομουνιστής) εκφράζει στο ακέραιο αυτό που η Χατζοπούλου έγραψε για το Argumentum ad hominem http://www.respublica.gr/2015/11/column/thoughteconomy/ επιχείρημα κατά του προσώπου. Εγώ επιμένω πως στον κόσμο των ιδεών δεν θα πρέπει να κοιτάμε αν αυτός που μιλάει είναι η Λεπέν ή ο Καστοριάδης αλλά τι λέει. Διαφορετικά ενδέχεται αυτά που λέει να μην αφήνουμε να ακουστούν από την προκατειλημμένη ιδέα που έχουμε σχηματίσει στο μυαλό πως ότι και να πει θέλει να καταλήξει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν το λέω για τον georgeP, που απόλυτα κατανοώ το σκεπτικό του, αλλά με αφορμή αυτό βρήκα ευκαιρία να θίξω όλο αυτό που γίνεται με το πανηγύρι των μεταμοντέρνων αριστερών και τη μανία τους να σκέφτονται ως εξής: ο «Χ είναι δεξιός» οπότε περιττεύει να διαβάσουμε τι λέει και τον απορρίπτουμε εξ αρχής. Πέρα από το ότι μπορεί πράγματι να μαντεύει σωστά κανείς τις σκοπιμότητες που μπορεί να έχει ο Χ, δηλαδή λέει ότι λέει για να «δικαιώσει τον ρατσισμό» καλό είναι να προσπαθούμε να διαβάσουμε αυτά που υποστηρίζει πέρα από τις σκοπιμότητες του και αν αυτό το ίδιο που λέει είναι αληθές ή ψευδές και γιατί. Όπως και να χει, εγώ θα καθόμουν στο ίδιο τραπέζι συζήτησης με έναν δεξιό και σίγουρα θα διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον τις τοποθετήσεις του, είτε συμφωνώ, είτε διαφωνώ (μην ξεχνάμε άλλωστε πως το ίδιο έκανε και ο Orwell με τον Eliot και τους δεξιούς της εποχής του, όπως αναφέρει στο Inside the Whale).

    Να πω βέβαια πως παρότι συμφωνώ με το σκεπτικό του άρθρου, η πρακτική του «ξεγυμνωθείτε γιατί εδώ έχουμε laicite» μου φαίνεται υπερβολική ανοησία. Αλλά από την άλλη είναι αναμενόμενο πως αν η αριστερά δεν θέλει να υψώσει φωνή ενάντια σε αυτά τα φαινόμενα, τότε αυτό το κενό θα το εκμεταλλευτούν οι ακροδεξιοί προωθώντας δρακόντια μέτρα. Βολεύτηκε η αριστερά στον τριτοκοσμισμό και δεν θέλει να πει κουβέντα για τις πολιτισμικές συγκρούσεις (επειδή αυτά τα λέει ο Χάντιγκντον και Χάντιγκντον = κακό); Πολύ ωραία. Το ζήτημα τότε το αναλαμβάνει η ακροδεξιά! Στην πολιτική πρέπει να καταλάβουμε ισχύει ότι και στο νόμο του Νεύτωνα: δεν υπάρχει κενός χώρος.
    Όσο για το ζήτημα της εγκοσμιότητας είχαμε γράψει πριν μερικές εβδομάδες αυτό το άρθρο http://www.respublica.gr/2016/07/column/laicite/

    • Ο/Η protagma λέει:

      Δε διαφωνώ με την ουσία της θέσης σου, άλλωστε είναι γνωστό πως ο μεταμοντέρνος αριστερισμός που –βάσει της μάστιγας που ακούει στο όνομα Φουκώ- εξασκεί ένα κακής ποιότητας μείγμα μαρξισμού, νιτσεϊσμού και λακανισμού (ή, έστω, φεμινιστικού τύπου «ψυχανάλυσης»), ασχολείται αποκλειστικά και μόνον με το ποιος είναι κανείς ή με το «από που μιλά» κι όχι με το τι λέει. Καθώς το περιεχόμενο κάθε θέσης ανάγεται πήρως –βάσει αυτής της ντετερμινιστικής λογικής- στην κοινωνική θέση του υποστηρικτή της (ως προϊόν ταξικών συμφερόντων, βούλησης για κυριαρχία, πατριαρχικών αντιλήψεων κ.λπ.), μοιραία, αν αυτό που λες το υποστηρίζει κι η Λεπέν, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Οπότε, υπό αυτήν την έννοια, έχει νόημα η κριτική σου –το ‘χει τονίσει κι ο Μπούκτσιν αυτό, κατά την κριτική του στον μεταμοντερνισμό. Πολλώ δε μάλλον που σήμερα, με την πλήρη έλλειψη σοβαρών αριστερών ή ελευθεριακών στοχαστών, αναγκαστικά πρέπει να στραφούμε σε διάφορους σοβαρούς αναλυτές που προσπαθούν να κάνουν κάποια δουλειά σήμερα, έστω κι αν κινούνται στον νεοσυντηρητικό χώρο (όπως συμβαίνει συνήθως, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ). Ο Παπαϊωάννου μάλιστα θεωρούσε ως δείγμα πολύ χαρακτηριστικό της πλήρους αποστέωσης του μαρξισμού το γεγονός πως, μετά την πρώτη γενιά των μπολσεβίκων θεωρητικών (Λένιν, Τρότσκι, Μπουχάριν κ.λπ.), οι μαρξιστές έπαψαν να διαβάζουν δεξιούς στοχαστές, έστω για να προσπαθήσουν να τους αναιρέσουν.

      Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός πως η πλήρης αγνόηση του από που μιλά ο καθένας συνιστά ένα σόφισμα που πολύ συχνά χρησιμοποιούν οι σημερινοί, δόλιοι φιλελέ -σαν μια επιτηδευμένα αφελή εκδοχή common sens η οποία υποννοεί πως οι σημερινές κοινωνίες είναι δημοκρατικές και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν πολιτικές, ταξικές και άλλες συγκρούσεις, παρά μόνον ένας ατέρμονος δημοκρατικός διάλογος μεταξύ ίσων. Π.χ. δε μπορεί να σου κάνει μάθημα παραγωγικών οικονομιών το παράσιτο Μανρδαβέλης ο οποίος ποτέ δεν έχει κάνει παραγωγικό επάγγελμα στη ζωή του ούτε να σου υποδεικνύει τι θα πει ανοιχτός δημοκρατικός διάλογος τη στιγμή που ο ίδιος πληρώνεται για να λέει τις μαλακίες που λέει, έχοντας, επί πλέον στρωμένο βήμα και σπρώξιμο από έναν ολόκληρο μηντιακό οργανισμό, τη στιγμή που οι επικριτές του παλεύουμε να επιβιώσιουμε μέσα από μπλογκς και αυτοχρηματοδοτούμενα μικροέντυπα. Όλα αυτά δεν αποκλείουν το γεγονός ότι ο Μανδραβέλης μπορεί να πει και σωστά πράγματα (ο συγκεκριμένος μάλλον όχι, καθώς είναι και βλάκας, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, κάποιος σοβαρός δεξιός, του οποίου, παρ’ όλα αυτά, η στάση δεν είναι ηθικώς απόλυτα άμεμπτη). Ωστόσο, το γεγονός ότι σήμερα ιδεολογικοί μας αντίπαλοι είναι συχνά κάτι τέτοιοι καραγκιόζηδες (πολιτικοί, μεγαλοδημοσιογράφοι, μηντιακοί φιλόσοφοι κ.ο.κ.) –πολύ περισσότερο, εν πάση περιπτώσει, από σοβαρούς και συγκροτημένους διανοούμενους και στοχαστές-, μας αναγκάζει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ό,τι αφορά στην αναίρεση των επιχειρημάτων τους, μιας κι αυτά τα τελευταία είναι, πολύ συχνά, προϊόν δολιότητας ή λαϊκισμού. Πράγμα, κατά συνέπεια, που μας αναγκάζει να εξετάζουμε σ’ ένα βαθμό και το πολιτικό και ηθικό ποιόν τους.

      Κατά τα άλλα στην προηγούμενή μου απάντηση αναφέρθηκα στο λυπηρό μιας κατάστασης όπου φτάνουμε να συμφωνούμε με τον Βαλς, κυρίως για να καταδείξω πόσο χαμηλά έχουν πέσει, από ιδεολογικής άποψης, αυτοί με τους οποίους κανονικά θα έπρεπε σε ένα βαθμό να ταυτιζόμαστε πολιτικά –δηλαδή οι αριστεροί ή, έστω, οι ελευθεριακοί.

      Νίκος

      • Ο/Η Michaeil Theodosiadis λέει:

        Το θέμα Νίκο είναι πως όλο αυτό το πανηγύρι περιχαράκωσης των ακτιβιστών (γιατί για πανηγύρι πρόκειται και όχι για μια προσπάθεια να κατέβουν σοβαρές πολιτικές αποφάσεις) αντί να δίνει λύσεις οξύνει την κατάσταση προς όφελος της ίδιας της δεξιάς, της οποίας την άνοδο υποτίθεται επιχειρεί να ανακόψει. Δηλαδή φτάνουμε στο σημείο να λέμε ότι οι δεξιοί έχουν δίκιο σε κάποια πράγματα αναφορικά με το μεταναστευτικό, και πως η πολυπολιτισμικότητα έχει αποτύχει, έχοντας πέσει μέσα στις αντιφάσεις της, καθώς προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, και όλα αυτά οι παραδοσιακοί «επαναστατικοί» χώροι τα απορρίπτουν επειδή τα λένε «οι άλλοι οι κακοί». Το πρόβλημα πιο είναι; Πως αν δεν παραδεχτούμε ότι δεν γίνεται να ενσωματώσουμε μερικά εκατομμύρια ανθρώπους παραπάνω και πως μια κοινωνία όσο ανοιχτή και αν είναι έχει αντοχές, αυτό είναι αναμενόμενο να το εκμεταλλευτούν οι ακροδεξιοί, οι οποίοι θα μας πουν τί; «Δεν ζητάμε κάτι παράλογο, απλά ένα μίνιμουμ περιορισμών και μια καλύτερη διαχείριση». Θυμάμαι μάλιστα και τον καραγκιόζη Boris να λέει πως δεν πρέπει μια μεταναστευτική πολιτική να μετατρέπεται σε σπέκουλα πολιτική για χάρη κάποιων κομμάτων! Έτσι και με αυτόν τον τρόπο οι δεξιοί προβάλουν τις κινήσεις τους ως «κινήσεις λογικής», πράγμα που έχουμε δει εξίσου και με το κίνημα των PEGIDA, οι οποίοι πιάνονται από μια υπαρκτή πραγματικότητα, πως δεν μπορούμε να ανεχτούμε τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό, και αυτό το προβάλουν ως αίτημα με το οποίο ακόμα και ένας κεντρώος φιλελεύθερος θα μπορούσε να συμφωνήσει. Έτσι ενώ αυτοί έμμεσα προωθούν μια μισόξενη ατζέντα, την παρουσιάζουν σαν ένα «μετριοπαθές πρόγραμμα που δεν απευθύνεται στα ακροδεξιά γκρουπούσκουλα αλλά στον μέσο πολίτη». Συνεπώς, όταν η αριστερά επενδύει στον ελιτισμό, στην ιδεολογική περιχαράκωση και δεν θέλει να αναγνωρίσει πως και η προοδευτικότητα έχει τα όριά της, φοβούμενη μην κολλήσει NAZI-Aids βυθίζει το κεφάλι της στην άμμο. Στην τελική μένει η ακροδεξιά ως μοναδικός παίκτης που έμμεσα προωθεί μια μισόξενη πρακτική, συγκεκαλυμμένη κάτω από μια δήθεν πολιτική «κοινής λογικής».

        Άρα λοιπόν (επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα), ποιόν βοηθά αυτή η περιχαράκωση και το «μην λες τα ίδια με τη Λεπέν»; Νομίζω η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Το ίδιο ισχύει και για την πολυπολιτισμικότητα. Δεν μπορούμε να έχουμε μαζί στο ίδιο τραπέζι καί τον Ισλαμιστή καί αυτόν που θα θέλει ένα Συνταγματικό πολίτευμα. Όπως και δεν μπορούμε να λέμε πως είμαστε καί με τον κομμουνισμό αλλά καί με τις Βρυξέλλες, καί με την άμεση δημοκρατία καί με την ΕΕ, καί με τους ομοφυλόφιλους καί με τους φονταμενταλιστές… άρα πρέπει να το παραδεχτούμε ότι δεν είναι δυνατό να συνυπάρξουν όλοι οι πολιτισμοί, τί να κάνουμε τώρα; Ή μήπως να το αρνηθούμε αυτό επειδή «ερχόμαστε στα λόγια του Χάντιγκτον»; Δηλαδή αν αγνοήσουμε και διαθλάσουμε αυτή την πραγματικότητα κάτω από το monocle του Χάντιγκντον = κακό, Μπάτλερ = καλό, τότε είναι που αφήνουμε ανοιχτό το πεδίο εκμετάλλευσης ενός υπαρκτού προβλήματος από αντιδραστικούς κύκλους. Εγώ ξέρω πως όποιος ενδιαφέρεται να βρει σοβαρές πολιτικές λύσεις δεν αναλώνεται σε τέτοια σχηματάκια, δεν αναγνωρίζει πολιτικά ορθά ταμπού, και προσπαθεί να καταλάβει τί γίνεται γύρω του. Διαφορετικά δεν μιλάμε καν για πολιτικό πρόταγμα αλλά για σούσουρο πάνω σε ένα ατέρμονο lifestyle δήθεν ανοιχτότητας. Αν είναι όμως έτσι να μην το παίζουμε σοβαρά πολιτικά υποκείμενα που μας ενδιαφέρει το μέλλον μας και των επόμενων γενιών που θα έρθουν. Ας πάμε να γίνουμε γκοθάδες να τελειώνει η υπόθεση!

  4. Ο/Η Ceprenios λέει:

    «Γελοίο έθιμο» η μουσουλμανική φορεσιά, «απειλή για ολοκληρωτισμό» που δεν υπάρχει, «κοσμικός χαρακτήρας του κράτους» και νεολογισμοί όπως «ρατσιστοφοβία». Πολύ δύσκολα κάποιος σοβαρός άνθρωπος να δεχτεί τέτοιες φασίζουσες σας απόψεις. Εγγραφείτε στη Χρυσή Αυγή καλύτερα.

  5. Παράθεμα: Οι Βρετανικές εκλογές και το διχασμένο βασίλειο στον απόηχο του #Brexit και της επίθεσης στο #Manchester | ResPublica

Σχολιάστε